Αυτός, δηλαδή, που έχει φαρμάκι στο πέος.

Υποθετική ιδιότητα που αποδίδεται κακοπροαίρετα και χωρίς βεβαίως προηγούμενη εργαστηριακή εξέταση, σε άνδρα, ο οποίος είχε την ατυχία να χάσει τουλάχιστον δύο συζύγους από ασθένεια.

Βλ. και φαρμακομούνα.

- Έμαθες τα νέα; Θυμάσαι τον Αλεχάντρο, που μετά το θάνατο της Χουανίτας ξαναπαντρεύτηκε; Έ, λοιπόν πέθανε και η δεύτερή του γυναίκα!

- Πώωωω! Τι μου λες ρε πούστη μου… Μα καλά, φαρμακοπούτσης είναι;

Συνώνυμο: φαρμακοψώλης. Αντώνυμο: γλυκοτσούτσουνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή ακόμη και φαρμακοψώλης.

Τρείς τέως μας τελείωσαν. Φαρμακοψώλη με ανεβοκατεβάζουν, ρε γαμώτο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατ' επανάληψιν χήρος, που πρέπει καλού κακού να τον φοβάσαι και να μην μπλέξεις μαζί του μη σε ...στείλει και σένα.

Το προξενειό καλό, αλλά πάλι έθαψε δύο ο κερατάς! Για τέτοια είμαστε τώρα; Κι αν είναι φαρμακόπουτσος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμιάς που ... δεν ξεχνιέται, που γαμάει καλά και μια γκόμενα τον ξαναθέλει, τον ζητά απελπισμένα.

Κάποιος γαμάει μια γκόμενα που τά 'χει με άλλον, αυτός όμως επειδή είναι φαρμακοπούτσης την φαρμακώνει, δηλ. την κάνει καλό γαμήσι και τον ξαναζητάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified