Όταν η πραγματικότητα ξεπερνάει τις προσδοκίες.

Αυτό που σκέφτεσαι, αυτό που σχεδιάζεις, αυτό που πιστεύεις, αυτό που σου λέω, αυτό που νομίζεις ότι κατάλαβες... δεν είναι αρκετό.
Αύξησε τα όρια, τις επιλογές, τα ενδεχόμενα, για να χωρέσει η αλήθεια στη θεωρία!

Σχετικά με την θρυλούμενη προέλευση της φράσης, παραθέτω το παρακάτω μικρό απόσπασμα από τη Γκέμμα του σπουδαίου δάσκαλου Λιαντίνη...

«...στη γλώσσα του εργαστηρίου και των αποδείξεων, ο καρπός αυτής της εθνικής σχιζοφρένειας είναι ότι στη μονή Δαφνίου, που χτίστηκε στη στάχτη του δαφναίου Απόλλωνα, οι έλληνες χτίσανε σήμερα ένα τρελοκομείο. Όταν, κοντά στους 1890 χρόνους οι μηχανικοί του Δρομοκαΐτη, υλοποιώντας τη διαθήκη του, άρχισαν να μετρούν, για να χαράξουν το τοπογραφικό των κτιρίων, ένας έλληνας ξωμάχος έσπερνε απέναντι με το ζευγάρι του στάρι. Καθώς είδε το νταβαντούρι που γινότανε, έβαλε χωνί τα χέρια του και ρώτησε:
-Πατριώτεες! Τι πολεμάτε εδεπά;
-Μετράμε, κουμπάρε, του απάντησαν. Μετράμε, να χτίσουμε ένα τρελάδικο για τους έλληνες.
-Όι, σύντεκνε. Τότε τράβα κορδέλα! Όλοι μια μέρα εκεί μέσα θα πάμε...»

Τις προάλλες, στον Σκλαβενίτη, χάζευα τα ψάρια στο ψαράδικο... Σολωμός Νορβηγίας, τσιπούρες ιχθυοτροφείου, γαρίδες Σενεγάλης, μπακαλιάρος Ισλανδίας και τράβα κορδέλα... Τι διάολο ρε πούστη, στο Αιγαίο μόνο κουράδες κολυμπάνε;

Σκέφτομαι καμιά φορά πόσα μεταπτυχιακά σχετικά με management, διοίκηση και δεν συμμαζεύεται έχουν κάνει οι Έλληνες... Πόσοι απόφοιτοι από σχολές Διοίκησης Επιχειρήσεων, Marketing, Διαχείριση Ανθρωπίνων Πόρων και τράβα κορδέλα... Πού θα δουλέψουν όλοι αυτοί; Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί για πριτς, θα μπορούσε κανείς περιφραστικά να πει: Η πρότασή σου δε με συμφέρει και θα προτιμήσω να μην τη δεχτώ ή απλούστερα όχι. Τσαχπίνικα όμως λέμε πριτς!. Και πώς μπορεί να θυμώσει κανείς σε μια τόσο χαριτωμένη άρνηση!

Μην ξεχνάμε ότι το πριτς υπήρξε και η ιστορική απάντηση του Γκαούτσο Κώτσο σε ερώτημα του Αντρίκο ντε Πάσο σχετικά με υποθετική απαίτηση του λαού της Γκρέτσια Μορένα, στην ανεπανάληπτη Μονομαχία στις Σέρρες Μάντρες (βλέπε σχετικό μήδι).

Το πριτς είναι μια λέξη που ξυπνάει μνήμες από τα παιδικά μας χρόνια. Μια γλυκιά άρνηση με ταυτόχρονο κλείσιμο του ματιού. Μια αθώα έκφραση που σαν ήχος θυμίζει λίγο πορδίτσα. Ίσως το όχι όπως θα το πρόφερε ο ποπούλης ενός μικρού κοριτσιού στην ύστατη προσπάθειά του να μιλήσει...

Κωστάκης: «Αννούλα, θέλεις να σου δώσω το ροδάκινό μου;»
Αννούλα: «Ναί θέλω! Ευχαριστώ!!!»
Κωστάκης: «Εντάξει, αλλά κι εσύ θα μου δείξεις το κιλοτάκι σου...»
Αννούλα: «Πριτς!»

Το επίμαχο σημείο είναι στο 6ο λεπτό. Προτείνω όμως να το ακούσετε ολόκληρο! (από Jim Blondos, 14/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ρητορική ερώτηση-βρισίδι, την οποία μπορούμε να απευθύνουμε σε κάποιον, αν τύχει να προβλέψει ένα δυσάρεστο για εμάς γεγονός.

Ένα πιθανό σενάριο σχετικά με την προέλευση της φράσης είναι το εξής:

Τα πολύ-πολύ παλιά χρόνια, στο μαντείο των Δελφών, όταν βεβαίως δούλευε ακόμα το «μαγαζί», προετοιμαζόμενη η Πυθία ώστε να έρθει «σε φάση» για να δώσει χρησμό, εισέπνεε τις αναθυμιάσεις που ανέδιδε η καύση ψυχοτρόπων ουσιών και (αυτό μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα στην περίπτωσή μας) μάσαγε και μερικά φύλλα δάφνης. Τώρα, είτε οι δάφνες τής έδιναν μεγαλύτερη έμπνευση, είτε απλά έπρεπε να βάλει κάτι στο στόμα της για τη λιγούρα, η πράξη αυτή, δηλαδή το μασούλημα, αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του τελετουργικού-μαστούρας.

Τη σήμερον ημέρα, τα φύλλα δάφνης φαντάζουν υπερβολικά «γκουρμέ» και ανώδυνα σαν επιλογή, ειδικά όταν στόχος μας είναι να κατηγορήσουμε ως μάντη κακών ειδήσεων και γκαντεμω-Πυθία κάποιο συνομιλητή μας. Έτσι, αντί για μυρωδικά, τοποθετούμε (φραστικά) σκατά στο στόμα του (αρκούντως μυρωδάτα κι αυτά) αποκομίζοντας με αυτό τον τρόπο διπλό όφελος... Αφ’ ενός του αποδίδουμε ευθύνη ότι και καλά, εκείνος το γρουσούζεψε το πράγμα (είναι δυνατόν άλλωστε να έχει κανείς θετική ενόραση έχοντας σκατά αντί για φύλλα δάφνης στο στόμα;) και αφ’ ετέρου εκτονώνουμε τον θυμό μας, βρίσκοντας στο πρόσωπό του κάποιον να ξεσπάσουμε! Αδίκως, βεβαίως, αλλά τι να κάνουμε; Κάποιος (άλλος) πρέπει πάντοτε να «πληρώνει τη νύφη» στο τέλος...

  1. - Αφού φαινότανε η φάση ρε γαμώτη μου… Στο ’χα πει ότι θα το τρώγαμε το γκολάκι στο 90’…
    - Το ’πες… Το ’πες, που να μην έσωνες να το πεις… Μα καλά… Σκατά είχες στο στόμα σου ρε πούστη μου;;;;;

  2. Πρόταση σερβιρίσματος… έεεε… ήθελα να πω, προφοράς:
    Σσσσκαατά είχες στο στόμα σου ρε πούστη μου;
    α. Το Σ, μακρόσυρτο… χορταστικό… β. Το πρώτο Α, λίιιιγο τραβηγμένο, και γ. Το τελικό Α, κοφτό και με έντονο τονισμό. (Το «ρε πούστη μου» είναι προαιρετικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να ένα ενδιαφέρον λήμμα με ποικίλες έννοιες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις και αναλόγως με τα συμφραζόμενα αλλάζει εντελώς η σημασία του.

Α. Χρησιμοποιείται συχνότατα για να δηλώσει αδιαφορία (παράδειγμα 1). Πράγμα παράξενο γιατί το να χεστεί κανείς θα έπρεπε λογικά να τον ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Προσοχή! Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το συγχέουμε με τη φράση χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί -αν και ίσως έχουν κοινή ρίζα– επειδή υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους. Με το χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί, δηλώνουμε ότι αδιαφορούμε για ένα γεγονός το οποίο θεωρούμε ασήμαντο και ανάξιο της προσοχής μας (άλλωστε αυτή που χέστηκε είναι η Φατμέ και όχι εμείς). Απαξιώνουμε δηλαδή εντελώς το γεγονός (παράδειγμα 2α). Με το χέστηκα απ’ την άλλη, δηλώνουμε την αδιαφορία μας, η οποία όμως δύναται να αναφέρεται ακόμα και σε ένα αντικειμενικά σημαντικό γεγονός (παράδειγμα 2β).

Β. Μια άλλη χρήση που παίρνει ο όρος, είναι για να δηλώσει αφθονία - πλούτο αντικειμένων, αγαθών ή και χρημάτων. Όπως δηλαδή το σκατό πλημμυρίζει το βρακί του χεσμένου, με τον ίδιο τρόπο υποτίθεται ότι κατακλύζεται και ο χρήστης του όρου με το αντικείμενο της πρότασής του (παράδειγμα 3).

Γ. Η έκφραση χρησιμοποιείται επίσης για να φανερώσει μεγάλο φόβο. Όταν ο άνθρωπος τρομάξει υπερβολικά, είναι πιθανό να χαλαρώσουν οι μυς του και να ανασταλούν κάποιες ακούσιες λειτουργίες του οργανισμού, εν προκειμένω η λειτουργία του σφιγκτήρα του πρωκτού (παράδειγμα 4).

Δ. Τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει ανείπωτη χαρά. Ευτυχία στον υπερθετικό βαθμό (παράδειγμα 5).

Χαριτωμένη προσθήκη: Ένα επιπλέον έψιλον στην αρχή του ρήματος δίνει περισσότερη ενέργεια και λάμψη! (παράδειγμα 1)

Παρόμοιες έννοιες μπορεί να έχει και το «κατουρήθηκα», κυρίως στις περιπτώσεις Γ και Δ («κατουρήθηκα απ’ τη χαρά μου», «κατουρήθηκα απ’ τον φόβο μου») και σπανιότερα στις περιπτώσεις Α και Β.

Επιπλέον το «κατουρήθηκα» έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που θέλουμε να πούμε ότι κάτι μας φάνηκε αστείο και γελάσαμε πάρα πολύ (κατουρήθηκα απ’ το γέλιο).

Παράδειγμα 1
- Το βράδυ έχει πάρτυ ο Αντρέας.
- Χέστηκα.
- Έλα ρε μαλάκα, θα έρθει και ο Δώρος.
- Εχέστηκα!
- Θα ’ναι και ο Αντώνης…
- Εεεεχέστηκα σου λέω!
- Α, δε σού ’πα… Θα είναι και η Λίλιαν.
- Τι ώρα είπαμε ότι θα μαζευτούμε;

Παράδειγμα 2α
- Ξέρεις τι έμαθα χθες; Η Μαρίκα στο γάμο της έβαλε νυφικό φούξια!
- Τι μου λές βρε παιδί μου; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί…

Παράδειγμα 2β
- Μαλάκα μου, βγες γρήγορα από τη θάλασσα. Μόλις άκουσα στο ραδιόφωνο ότι το λιμενικό εντόπισε ένα κοπάδι καρχαρίες να κυκλοφορούν στην περιοχή.
- Χέστηκα! Τόσους μήνες περίμενα πώς και πώς να κάνω ένα μπανάκι. Δε βγαίνω και ας έρθουνε να μου φάνε τ’ αρχίδια…

Παράδειγμα 3
- Βρε μαλάκα, όλο το βράδυ γελάς σα χάχας. Έχεις ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά! Μπορείς να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει;
- Άσε! Χέστηκα στο τάλιρο! Τώρα με το φόβο για τη νέα γρίπη και καλά, πουλάω στο φαρμακείο κάτι αντισηπτικά και μαλακίες για τα χέρια 300% πιο ακριβά και έχω κονομηθεί πολύ άσχημα!

Παράδειγμα 4
- Μ Π Α Μ !!!!
- ΑΑΑΑΑΑΧΧΧΧ!!!!
- ΜΟΥΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑΑΑΑ! Σκιάχτηκες ορέ;
- ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!!!!! ΧΕΣΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΒΟ ΜΟΥ!!!!

Παράδειγμα 5
- Χαρούμενη σε βλέπω κυρία Ζέτα μου.
- Μόνο χαρούμενη; Χεσμένη απ’ τη χαρά μου είμαι κυρία Λέλα μου!
- Αλήθεια; Και γιατί παρακαλώ;
- Δέχτηκαν τον κανακάρη μου σε ένα πανεπιστήμιο της Αγγλίας για μεταπτυχιακό!
- Συγχαρητήρια! Σε ποιο πανεπιστήμιο;
- Κάτσε να δεις… πώς μου το είπε… Α, ναι! Στο πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιτσαφέρνης, είναι ένα από τα πλέον αγαπητά πρόσωπα στη σημερινή Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Μεταπολεμική Ιστορία της Πατρίδας μας, είναι εκείνος που περιμένουμε να εμφανιστεί, με τη μεγαλύτερη –συγκριτικά– από μέρους μας ανυπομονησία. Η λαχτάρα μας να τον δούμε, ξεπερνάει ακόμα και την προσμονή του λαού για την επιστροφή του «Μεσσία» Καραμανλή (του κανονικού) από τη Γαλλία, την περίοδο της μεταπολίτευσης! Κι αυτό γιατί ο πιτσαφέρνης είναι ο μόνος που εγγυημένα μπορεί να χορτάσει την πείνα μας.

Είναι το παιδί που μας παραδίδει στο σπίτι το φαγητό που παραγγέλνουμε (πίτσες, σουβλάκια, κινέζικο κ.λπ.) από τα διάφορα φαγάδικα. Ανεξάρτητα από το τι είδους φαγητό έχουμε παραγγείλει, η ονομασία του «κομιστή» παραμένει η ίδια.

Προφανώς, είναι παράγωγο του συνδυασμού των λέξεων «πίτσα» και «φέρνει», και σαν αποτέλεσμα κρίνεται σαφώς πιο εύηχο έναντι των «σουβλακοφέρνης», «κινεζικοφέρνης» κ.ο.κ.

Συνώνυμο: ντελιβεράς

Ντιν-νταααααν! (ήχος κουδουνιού)
- Αγάπηηηη, το κουδούνι! Πας ν' ανοίξεις Μπουμπούκο μου;
- Πάω Κολοκυθάκι μου. Ο πιτσαφέρνης θα είναι επιτέλους... Μέχρι να πληρώσω δε βγάζεις τις κοκακόλες απ' το ψυγείο; Ά! Πού 'σαι; Πιάσε και καμιά χαρτοπετσέτα!

Δες ακόμη: πιτσαράς, πιτσαφέρτας, πιτσοπαίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, είναι ο ευρισκόμενος σε ερωτική διάθεση, με απαραίτητη προϋπόθεση την παρουσία στύσης, δηλαδή, την πλήρωση των σηραγγωδών σωμάτων του πέους του με αίμα. Η κατάσταση αυτή μπορεί να προκληθεί από οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα (π.χ. τσόντα στο video ή τηλεφώνημα σε 090), από φαντασιακές ερωτικές παραστάσεις (σκέψου τώρα, να σου γδύνεται λέει η Μόνικα Μπελούτσι!), αλλά και από απλή προστριβή του πέους (ακούσια ή συνηθέστερα… εκούσια).

Μεταφορικά τώρα, καυλωμένος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο ευρισκόμενος σε κάθε άλλου είδους ενεργητική διάθεση, σε έντονο όμως βαθμό (καυλωμένος για χορό, για τραγούδι, για ποδόσφαιρο, για τσαμπουκά κ.λπ.). Είναι επίσης εκείνος που επιθυμεί κάτι ΠΟΛΥ και ΑΜΕΣΑ (όπως και ο κυριολεκτικά καυλωμένος επιθυμεί να ΓΑΜΗΣΕΙ και μάλιστα… ΤΩΡΑ).

  1. - Δες μου λες, ρε, ποιο αρχίδι ήπιε τον καφέ μου; Πες μου ρε μαλάκα! Εσύ τον ήπιες ρε παλιοπούστη; Πες μου ρε ξεκωλιάρη μη σ’ αρχίσω στις γρήγορες!
    - Καλά ρε μαλακαντρέα, πως κάνεις έτσι ρε πούστη μου; Καυλωμένος για καυγά ήρθες πάλι;

  2. - Ρε Λευτέρη, το είδες το καινούργιο το ΚΤΜ;
    - Το είδα. Γαμάτο είναι, ε;
    - Είναι και γαμώ. Κάθε βράδυ το βλέπω στον ύπνο μου…
    - Κατάλαβα, είσαι καυλωμένος τώρα να πας να το πάρεις, έ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο άνδρας που φυσικοί (τον έχω μικρό) ή ψυχολογικοί (λες να τον έχω μικρό;) λόγοι, τον εμποδίζουν να επιτελέσει αξιοπρεπώς το έργο που η φύσις του ανέθεσε.

Ο ελλιπής «εξοπλισμός» του αλλά και η ανασφάλεια που τον διακατέχει, μπολιάζουν μέσα του το φόβο της απόρριψης και του χλευασμού και τον καθιστούν άτολμο και συνεπώς ανέραστο. Έτσι, σταδιακά, οδηγείται στην απομόνωση και το χερογλύκανο, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, στη σύναψη γάμου από συνοικέσιο... και το χερογλύκανο.

Ακόμα και μέσα στη θαλπωρή του γάμου, ως σύζυγος υστερεί, αφού αδυνατεί να προσφέρει στην άτυχη γυναίκα του την ηδονή (ή μάλλον, όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Τέλης Σταλόνε: την καύλα, όχι την ηδονή...).

- Τι γίνεται Λέλα, πως τα πάτε με το Βίκτωρα;
- ……. Ουφφφφφ …..
- Τι είναι μωρή; Λέγε!
- … Δεν μπορώ… Ντρέπομαι …
- Έλα μωρέ τώρα, μεταξύ μας!
- Δεν μπορώ σου λεω!
- Έλα, τελείωνε και μας παρακολουθεί κι ένας περίεργος από το σλανγκ τελεία τζιάρ!
- Τέλος πάντων… θα σου πω αλλά κακομοίρα μου, μην το πεις πουθενά. Εντάξει;
- Εντάξει! Λέγε επιτέλους!
- Είναι κουτσοπούτσης Σία μου!!! Τρεις μήνες έχουμε παντρεμένοι κι ακόμα να δουν δροσιά τα σκέλια μου
- Ώ, έρμη μου, τι έπαθες! Και δηλαδή; Δεν του σηκώνεται καθόλου;
- Τι να του σηκωθεί μωρέ Σία… Και πεσμένη και σηκωμένη, ένα και το αυτό είναι… Άστα σου λεω…
- Καλά, καλά… Έννοια σου, έννοια σου. Λοιπόν, ξέρω ένα μαγαζί με μαντζούνια που κάνουνε θαύματα!
- Λες να μην τα δοκίμασα; Κάθε μέρα κι άλλο του έβαζα στον καφέ… Αλλά, τίποτα… Πεταμένα λεφτά…
- Καλά, καλά… Έννοια σου, έννοια σου. Λοιπόν, ξέρω ένα μαγαζί με κάτι πλαστικές πούτσες, άλλο πράγμα! Να πας να πάρεις μία στα μέτρα σου. Θα σου ’δινα τη δικιά μου, αλλά… να μωρέ… τη χρειάζομαι κι εγώ…

Δες και -πούτσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ευόδωση των προσδοκιών κάθε κοπέλας (νομίζω) και κυρίως κάθε μεγαλοκοπέλας (γι' αυτό είμαι σίγουρος) για σεξουαλική ικανοποίηση.

Σαν όρος χρησιμοποιείται όταν ένα καλό γαμήσι διακόπτει επιτέλους μια ατέλειωτη περίοδο αγαμίας, με τον ίδιο τρόπο που μια αναπάντεχη καλοκαιρινή βροχούλα έρχεται ένα απομεσήμερο του Αυγούστου να ξεδιψάσει την πυρωμένη απ' τον καυτό ήλιο γη.

- Λούλα, θα πας για ύπνο;
- Τρελάθηκες; Για ύπνο είμ' εγώ τώρα; Όπου να 'ναι θα 'ρθει ο Μήτσος μου να με πάρει!
- Τι λές μωρή; Βρήκες γκόμενο επιτέλους;
- Βρήκα Τιτίκα μου!
- Και δε μου λες μωρή, σε γαμεί;
- Αν με γαμεί λέει; Είδαν δροσιά τα σκέλια μου! Αχχχ… Να θυμηθώ ν' ανάψω κι ένα κερί…

And I miss you, like the desserts miss the rain... (από Jim Blondos, 26/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός, δηλαδή, που έχει φαρμάκι στο πέος.

Υποθετική ιδιότητα που αποδίδεται κακοπροαίρετα και χωρίς βεβαίως προηγούμενη εργαστηριακή εξέταση, σε άνδρα, ο οποίος είχε την ατυχία να χάσει τουλάχιστον δύο συζύγους από ασθένεια.

Βλ. και φαρμακομούνα.

- Έμαθες τα νέα; Θυμάσαι τον Αλεχάντρο, που μετά το θάνατο της Χουανίτας ξαναπαντρεύτηκε; Έ, λοιπόν πέθανε και η δεύτερή του γυναίκα!

- Πώωωω! Τι μου λες ρε πούστη μου… Μα καλά, φαρμακοπούτσης είναι;

Συνώνυμο: φαρμακοψώλης. Αντώνυμο: γλυκοτσούτσουνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός. Χρησιμοποιούμενο ως δείκτης ποιότητας φανερώνει ανεπάρκεια και μπορεί να αναφέρεται τόσο σε αντικείμενα (αυτοκίνητα, μηχανές, ηχοσυστήματα κ.λπ.), όσο και σε ανθρώπους.

Είναι μια έκφραση που έρχεται να πλουτίσει το λεξιλόγιό μας και να δώσει ένα άλλο χρώμα στις καθημερινές συνομιλίες μας, όταν πλέον έχουμε βαρεθεί να χρησιμοποιούμε τον χαρακτηρισμό «του κώλου». Σίγουρα η εναλλαγή αυτή θα αιφνιδιάσει ευχάριστα τον συνομιλητή μας.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι ούτε ο κώλος, ούτε η πούτσα πρόκειται να παρεξηγηθούν από τυχόν αλλεπάλληλες μεταβιβάσεις ιδιοκτησίας (όταν λέμε ότι κάτι είναι πότε του κώλου, πότε της πούτσας), όντας αμφότερα απαλλαγμένα από ρωμαϊκού τύπου συμπλέγματα (τα του καίσαρος τω καίσαρι, κ.λπ.)

- Πάλι έμεινε το παπάκι σου στην ανηφόρα ρε;
- Πάλι, γαμώ την καταδίκη μου. Τελείως της πούτσας είναι…

Στο 1:06 (από knasos, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified