Υποκοριστικό της φελλάτριας, της τσιμπουκλούς, της πιπούς, της ψωλογλειφίδος.

Αργκό του σλανγιώτατου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
- Ο Μπερτιέ, πανευτυχής, τήν ηυχαρίστησε θερμώς, και πνευστιών ακóμη απó τóν μέγαν γλυκασμóν που είχε δοκιμάσει, έκυψε και τήν εφίλησε εις τά κάθυγρα απó τó σπέρμα του χείλη της, εκφράζων και τóν θαυμασμóν του δια τήν τέχνην και τάς ερωτικάς ικανóτητας τής νεαράς φελλάτριας. « Είσαι μια υπέροχη μικρή ψωλογλειφίτσα! » είπε και τήν ησπάσθη άλλην μίαν φοράν εις τó στóμα.

2.
- Αγνοήστε τις πόρνες, τις πουτάνες, τις πουτανίτσες, τις τσουλίτσες, τα τσουλιά, τα πουτανοκόριτσα, τις γλυκομούνες, τις λάγνες, τις ψωλαντλούσες, τις καυλοπυρέσσουσες, τις ψωλέττες, τις ψωλογλειφίτσες....Θα ασχοληθούν άλλοι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified