Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς την δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.
- Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετάσχει στα εργαστήρια. 'Εκανε μόνο μπανιστήρι.
Η παρακολούθηση ενός μαθήματος ή εκπαιδευτικού αντικειμένου, χωρίς την δυνατότητα πρακτικής εξάσκησης.
- Πήγε για μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, αλλά δεν τον άφησαν να συμμετάσχει στα εργαστήρια. 'Εκανε μόνο μπανιστήρι.
Got a better definition? Add it!
Κανονικά σημαίνει παίρνω μάτι, παρακολουθώ,
μπανίζω ---> μπάνιο + -ίζω (πριν καθιερωθούν τα μικτά μπάνια, οι άντρες συνήθιζαν να παίρνουν μάτι τις γυναίκες που κολυμπούσαν στη θάλασσα).
Πάμε να μπανίσουμε κανά γκομενάκι;;;
- Γιατί κοιτάς από την κλειδαρότρυπα;;;
- Μπανίζω κίνηση φίλε...!!!
Got a better definition? Add it!
Κρυφοκοιτάζω (κυρίως γυναίκες γυμνές ή την ώρα που γδύνονται).
Ο Μιχαλάκης; Μέγας Μπανιστιρτζής! Όπου παραθυρόφυλλο αυτός κολλούσε το μάτι στις γρίλιες μπας και κατάφερνε να μπανίσει καμία να γδύνεται.
Got a better definition? Add it!
Βλέπω.
- Μόλις με είδε ότι τον μπάνισα από μακρυά, το έβαλε στα πόδια!
Σχετικά: μπανιζοκοζαρίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανιστήρι, παίρνω μάτι
Got a better definition? Add it!