γαμήδια, γαμίδια

Τα γαμήδια *ειναι *το απροσδιόριστα μακρινό, και συνεπώς μη προσεγγίσιμο μέρος, αναφορικά με τον παρατηρητή, τη δεδομένη στιγμή.

Η δυσκολία προσέγγισης των γαμηδίων, δεν σχετίζεται τόσο με το απόλυτο μέγεθος της απόστασης, όσο με άλλους, περισσότερο σχετικούς παράγοντες, όπως:
- χρονική προθεσμία σε σχέση με την απόσταση, που καθιστά αδύνατη την διαβίβαση
- άλλοι υποκειμενικοί παράγοντες

Συνήθως συναντάται κάτω από ένα ευρύτερο πλαίσιο γκρίνιας και απροθυμίας.

Ετυμολογικά, προκύπτει από το πασίγνωστο ρήμα γαμάω - ώ, και την κατάληξη -(ή)ίδι (πληθυντικός -ίδια), που χρησιμοποιείται ώστε να δημιουργήσει ένα ουσιαστικό, με υποτιμητική όμως συνήθως έννοια, ακριβώς ορισμένο ως ελάσσον του κανονικού.

  1. - Ρε μαλάκα Κώστα... Το χάσαμε το καράβι γαμώ τον ύπνο σου... Πού να προλάβουμε να φτάσουμε σ' ένα τέταρτο, το λιμάνι είναι στα γαμήδια!...

  2. - Πώπω φιλενάδα, άκυρο το ραντεβού, έχω πιει τις μπύρες μου κι έχω αράξει ωραία στη ζέστη μου... πού να τρέχω να σε συναντάω τώρα στα γαμήδια...

βλ. και γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμήδια, γαμίδια

Επιφώνημα που προέρχεται απο τις λέξεις τσακίδια και γαμιέσαι. Χρησιμοποιείται για να διαολοστείλουμε καποιον, αλλά με στυλ.

- Αύριο θα γράψετε διαγώνισμα στα κεφάλαια 17-20.
- Μαλάκα! Γαμήδια!(χαμηλόφωνα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified