Κατηγόρημα που προσδίδει γενικά αρνητική έννοια σε κάθε πνευματική δραστηριότητα του υποκειμένου (και μάλλον υποδηλώνει την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε εγκεφαλικής λειτουργίας, καθώς αυτή έχει πλέον σαπίσει από την ανορθόδοξη χρήση).

Μπορεί να εμπεριέχει σημασιολογικά την ιδιότητα του καμένου, του φεύγα, του τρίπιου και γενικώς αυτού που έχει κάψει όλες τις φλάντζες και συμπεριφέρεται απροσδιόριστα, ακατάληπτα και ανεξέλεγκτα, ήτοι δεν ξέρει τι κάνει.

  1. Ρε συ Μήτσο, πώς συνέδεσες έτσι την μπαταρία, τα καλώδια είναι ανάποδα... Πόσο σάπιος είσαι, γαμώ την τρέλα μου;»

  2. Ρε συ, δες τι κάνει ο σάπιος, ... έχει ξαπλώσει μέσα στο συντριβάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλλιόπη = 9η μούσα (κυρ)
Καλλιόπη = ο απόπατος (μετ)

Κατά τον Ησίοδο, η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και η ευγενέστερη των 9 μουσών, προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής.

Σήμερα είθισται να λέμε Καλλιόπη την τουαλέτα. Η συνήθεια έρχεται από τότε που η πλατεία Ομονοίας στολιζόταν από τα αγάλματα των μουσών. Η τουαλέτα στην πλατεία Ομονοίας ήταν πίσω από την Καλλιόπη, εξού και όποιος ρώταγε πού ήταν η τουαλέτα τον στέλναν στην Καλλιόπη.

Η μεταφορά, για αδιευκρίνιστους λόγους, είθισται να συναντάται σε στρατόπεδα.

Πώπω ρε φίλε, δεν ξέρω τι να προτιμήσω, το πλοίο της αγάπης ή την Καλλιόπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυριολεκτική σημασία του ρήματος συναντάται συνήθως σε οδηγούς μαγειρικής και κυρίως σε συνταγές οσπρίων όπου το ξάφρισμα , κατά την κορύφωση του βρασμού, είναι απαραίτητο για τη βελτίωση της γεύσης και της υφής του εδέσματος (φάβα), καθώς ο αφρός θεωρείται μιαρός.

Η παρεπόμενη-μεταφορική σημασία του ξαφρίσματος, συνδέεται με την αφαίρεση εμπράγματων (κλεπταποδοχή) σε ταχύ χρόνο, συνήθως πρόχειρα και σχετικά επιφανειακά, αλλά όμως εύστοχα.

Το ξάφρισμα είθισται να λαμβάνει χώρα σε μικρούς ή ελλιπώς ελεγχόμενους χώρους και συνήθως προκαλείται από ομάδα τουλάχιστον 2 ατόμων, που ενθουσιωδώς συγκροτείται και που λαμβάνουν την απόφαση να ξαφρίσουν, εφόσον κάτι συγκεκριμένο τους λείπει την δεδομένη στιγμή, και αυθόρμητα μπουκάρουν όπου κάτσει.

Τά 'μαθες ρε συ; Μπήκαν προχθές στα ψιλικά του Μανώλη κάτι πρεζάκια και του μαζέψαν όλο το ταμείο και ότι κρουασάν και τσιγάρα βρίσκονταν πάνω στον πάγκο. Τον ξάφρισαν κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση προέρχεται από το «sisters of mercy».

Οι αδελφές του ελέους είναι γυναικείο τάγμα καθολικών μοναχών που ξεκίνησε από την Ιρλανδία το 1831 και έκτοτε δραστηριοποιούνται παγκόσμια στις φιλανθρωπίες.

Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να προσδιορίσει τον άρρενα ομοφυλόφιλο, ο οποίος τείνει με ευκολία να δραστηριοποιείται σεξουαλικά, ανεξαρτήτως καταλληλότητας του σεξουαλικού του αντικειμένου.

Συνήθως αναφέρεται είτε για να τονίσει το γεγονός της ομοφυλοφιλίας, είτε για να χαρακτηρίσει το υποκείμενο ως ακόρεστο ηδονών σε βαθμό που να προσεγγίζει τον σαβουρογάμη.

- Ρε συ Ελένη, τον καινούργιο τον έκοψες; Ωραίος γκόμενος...
- Καλά ρε μαλάκα δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι αδελφή του ελέους... άσ' τον αυτόν, ξέχασέ τον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμήδια, γαμίδια

Τα γαμήδια *ειναι *το απροσδιόριστα μακρινό, και συνεπώς μη προσεγγίσιμο μέρος, αναφορικά με τον παρατηρητή, τη δεδομένη στιγμή.

Η δυσκολία προσέγγισης των γαμηδίων, δεν σχετίζεται τόσο με το απόλυτο μέγεθος της απόστασης, όσο με άλλους, περισσότερο σχετικούς παράγοντες, όπως:
- χρονική προθεσμία σε σχέση με την απόσταση, που καθιστά αδύνατη την διαβίβαση
- άλλοι υποκειμενικοί παράγοντες

Συνήθως συναντάται κάτω από ένα ευρύτερο πλαίσιο γκρίνιας και απροθυμίας.

Ετυμολογικά, προκύπτει από το πασίγνωστο ρήμα γαμάω - ώ, και την κατάληξη -(ή)ίδι (πληθυντικός -ίδια), που χρησιμοποιείται ώστε να δημιουργήσει ένα ουσιαστικό, με υποτιμητική όμως συνήθως έννοια, ακριβώς ορισμένο ως ελάσσον του κανονικού.

  1. - Ρε μαλάκα Κώστα... Το χάσαμε το καράβι γαμώ τον ύπνο σου... Πού να προλάβουμε να φτάσουμε σ' ένα τέταρτο, το λιμάνι είναι στα γαμήδια!...

  2. - Πώπω φιλενάδα, άκυρο το ραντεβού, έχω πιει τις μπύρες μου κι έχω αράξει ωραία στη ζέστη μου... πού να τρέχω να σε συναντάω τώρα στα γαμήδια...

βλ. και γαμίδι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το επίθετο οριζόντιος, ήτοι αυτός που είναι ευθύς.

Περισσότερο χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια οριζόντια, ξαπλωτή κυρίως, φάση.
Ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στην ενεργητική, όσο και στην παθητική φωνή, διαφοροποιώντας την σημασία αντίστοιχα:

  1. Οριζοντιώνω κάποιον / α, κάτι κ.τ.λ. = τον / την φέρνω σε οριζόντια θέση, κυρίως μετά από απότομη μετάβαση (κοινώς για να δηλώσει είτε ευθεία απειλή, είτε τετελεσμένη πράξη συντριπτικής βίας και ποδοπατήματος).

  2. Οριζοντιώνομαι = φέρω εαυτόν σε οριζόντια θέση, κυρίως με σκοπό την ανάπαυση.

  1. - Φίλε, κάτσε ήσυχα μη σε οριζοντιώσω...

  2. - Πώπω, ερείπιο είμαι... Κάτσε να οριζοντιωθώ κανενα τρίωρο μηπως και πάρω τα ίσα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερμηνεία σχεδόν κυριολεκτική, αφού η στροφή υποδηλώνει αλλαγή θέσης, και είθισται 180 μοιρών.
Χρησιμοποιείται:

  1. Είτε ως προστακτική σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, υποδηλώνοντας επιθετική, απειλητική διάθεση και έντονη επιθυμία να αποχωρήσει αυτός στον οποίο απευθύνεται.

  2. Είτε ως προτροπή (προστακτική) σε πρώτο ενικό, ή/και πληθυντικό, υποδηλώνοντας αναγνώριση της απειλής και διάθεση άμεσης αποχώρησης προτού επέλθει η ανάλογη κλιμάκωση.

  1. Ρε φίλε, εδώ η περιοχή είναι δική μας, εσύ τώρα στρίβε!

  2. Αντρέα, αγριέψαν τα πράγματα εδώ... ώρα να στρίβουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός.

Πάντα σε αντίθεση με τα νόμιμα δικαιώματα αντιγραφής, ήτοι «copy right» - «κόπυ ράιτ», ορίζονται και τα παράνομα δικαιώματα αντιγραφής, ως «κλόπυ ράιτ».

Τα παράνομα δικαιώματα προκύπτουν πάντα αξιωματικά με την απόκτηση προσωπικού υπολογιστή, γρήγορης σύνδεσης, και τη χρήση internet browser.

Η ετυμολογία προέρχεται από τη λέξη ράιτ - right = δικαίωμα, και το «κλόπυ» ως λεξιπλασία, ή σε μορφή απαρεμφάτου «κλόπει» - εξ ου και μπορεί να απαντηθεί και ως «κλόπει ράιτ», που ως γνωστόν σημαίνει την ενέργεια αφαίρεσης του αντικειμένου από τον νόμιμο ιδιοκτήτη του, χωρίς προηγούμενη απόδοση της χρηματικής του αξίας, ή τέλος πάντων κάτι που αποκτάται ανορθόδοξα, αλλά πάντα, δικαιωματικά.

-Ρε συ Ελένη, πού το βρήκες το ταινιάκι, αφού αυτο ακόμα παιζεται στο σινεμά
-Αφού τα ξέρεις ρε Κώστα... κλόπει ράιτ απο ράπιντσερ, πού αλλού δηλαδή..;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός. Προκύπτει από το γεγονός ότι ο (σωστός) φραπές είναι κάτι που απαιτεί επίμονο χτύπημα.

Υποδηλώνει εμπαιγμό για κάποιον που απλά επιμένει πολύ για κάτι που είναι σχετικά αδύνατο να συμβεί.

  1. – Πρέπει να παραδώσουμε σε μια βδομάδα, κι αυτός ισχυρίζεται πως θα προλάβει να γράψει 30.000 λέξεις μέχρι τότε...
    – Όσο και να χτυπιέται, φραπές δε γίνεται.

  2. Ρε φίλε, δεν ξαναπάμε διακοπές με τη μάνα σου, ξέχασέ το... Όσο και να χτυπιέσαι, φραπές δε γίνεσαι!

(από nick, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρίζα είναι: zip = διαδικασία κωδικοποίησης δεδομένων + -άρω, -άρισμα, κ.λπ., που χρησιμοποιούνται ως κατάληξη για να δημιουργήσουν ένα ελληνικοποιημένο ρήμα, ή οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου, ανάλογα με την περίπτωση.

Συνήθως υποδηλώνει τη διαδικασία πακεταρίσματος πολλών διαφορετικών αρχείων σε ένα αρχείο, με την συγκεκριμένη μορφοποίηση δεδομένων zip.

Ζίπαρέ τα ρε Θανάση και στείλ' τα επιτέλους... Θα χρονίσουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified