Τέτοιο κρύο έξω, σε σημείο που ο πούτσος μένει κάγκελο, ξερός, εξαφανισμένος, σε απόλυτη σμίκρυνση (διαγραφή) από το κρύο.

Ρε Κώστα, πού γυρνάς έξω τέτοια ώρα; Έχει πουτσόκρυο!

(από σφυρίζων, 22/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κρύο, ψοφόκρυο.

Σήμερα έχει πουτσόκρυο και φυσάει. Δεν πάω πουθενά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified