Υποψιάζομαι, ψυλλιάζομαι. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Επίσης χρησιμοποιείται σαν αντικατάστατο του παίρνω πρέφα. Από την μάγκικη αργκό του '30–'40.
Υποψιάζομαι, ψυλλιάζομαι. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε παρελθοντικό χρόνο. Επίσης χρησιμοποιείται σαν αντικατάστατο του παίρνω πρέφα. Από την μάγκικη αργκό του '30–'40.
Got a better definition? Add it!
Την άρπαξα, την ψώνισα. Όχι απλώς την έχω καταλάβει τη δουλειά, αλλά έχω πιάσει το νόημα, το κόλπο, της κατάστασης, του νοήματος, της ζωής και εκεί που αμέριμνος κοιμόμουν, ξύπνησα, πονήρεψα. Και καθώς η επαφή με το χρήμα πονηρεύει διότι ο δαίμων Μαμωνάς ευρίσκεται εις όλων τας ακαθάρτους ψυχάς ημών, το μέσον αφύπνισης καθίσταται το πουγκί πλήρες λεπτών που δύναται να ευρίσκεται ως σακούλιον τηι μορφήι εξ ου και το "σακούλεμα".
- "'Φασούλι το φασούλι, γεμίζει το σακούλι'". Κι εγώ έχω τώρα σκοπό να γεμίσω πολλά σακούλια. Γιατί τη σακουλεύτηκα". Από εδώ βλ. στο 11.45.
Got a better definition? Add it!