Χαρακτηριστικό γνώρισμα, κυρίως του προσώπου.
Έχει τα ίδια σουσούμια με τον ξάδερφό του.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα, κυρίως του προσώπου.
Έχει τα ίδια σουσούμια με τον ξάδερφό του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα φαντασμένα κουνήματα, οι ξιπασιές, οι ψευτοπερηφάνειες (λέγονται και σουσουμίσματα).
Σουσούμης (ο): κουνιστός.
Σουσουμίζομαι: κουνιέμαι, περπατώ κορδωμένος για να επιδειχθώ.
Σουσουμίζω: κινώ, αναταράζω, κουνώ τα δέντρα για να πέσουν οι καρποί.
Με τέτοια σουσούμια πώς να μην την προσέξει κανείς;
Got a better definition? Add it!