Γιούργια στα παλιούρια είναι κατά βάση έκφραση ενθουσιασμού και όχι παρότρυνσης σε αρπαγή όπως το γιούργια στον ταβά με τα κουλούρια.

Στο δημώδες / αντάρτικο τραγούδι που έχει ως ρεφρέν το «γιούργια, γιούργια, γιούργια στα παλιούρια», σημαίνει «κάφ' τα όλα» (τέλειωσαν τα ξύλα και για να συνεχίσουν το γλέντι ψήνοντας και τρώγοντας, έφτασαν να κάψουν τα παλιούρια, δηλαδή τα όρθια παλιόξυλα με τα οποία έκαναν τους φράχτες ή τα έμπηγαν δίπλα στις φασολιές για ν' αναρριχηθούν).

Τα παλιούργια σε πολλά μέρη της Ρούμελης λέγονται και λούρια, πιθ. κατά συντόμευση. Να θυμηθούμε και το: «Κάφ' τα γκρέμισ' τα μια δόση κι ο λεβέντης θα πληρώσει».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ορμάμε παρορμητικά με λόγια ή με έργα, χωρίς να σκεφτούμε καλά-καλά τι πάμε να πούμε ή να κάνουμε. Σχετική έκφραση: και όποιον πάρει ο χάρος.

Καλέ πού τρεχοβολάτε έτσι όλοι μαζί; Θα τσαλαπατηθείτε! Αειντέε! Γιούργια στα παλιούρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified