Αν και το λήμμα έχει ήδη αναρτηθεί, όφειλα να επισημάνω και τον ακόλουθο ορισμό, για να ολοκληρωθεί το σύμπλεγμα σημασιών και χρήσεων του όρου.

Ξεροχύνω: έρχομαι μεταφορικά σε οργασμό, άνευ σεξουαλικής πράξης ή και πρωταρχικής σεξουαλικής διέγερσης - καύλας από εξωτερικό ερέθισμα (εικόνα σεξουαλικού πλάσματος, βρώσις διεγερτικών εδεσμάτων, όσφρησις διεγερτικών αρωμάτων, κατουρόκαυλες, κ.ο.κ.), ως αρσενική λειτουργία.

Συνώνυμο των «γουστάρω τρελά», «έχω καρακαυλώσει», «έχω χαρά μεγάλη», «είμαι ανεβασμένος»...

Αναλυτικότερα: χύνω χωρίς σπέρμα, χωρίς υγρά, δηλαδή, εμφανίζω συμπτώματα οργασμού (μτφ. χαράς, ικανοποίησης, ενθουσιασμού)... στα «ξερά»...

Η μεταφορική του χρήση συναντάται στην χαρά του γκολ της αγαπημένης ομάδας ποδοσφαίρου, ή στην πώρωση της ανάγνωσης του πρωτοσέλιδου της αντιπροσώπου της ομάδος, αθλητικής εφημερίδας που «γαμεί» την εφημερίδα του αντιπάλου, στους πολιτικούς διαξιφισμούς ή και στις πολιτικές συγκεντρώσεις, ανά τους οπαδούς των κομμάτων. Επίσης, μόλις παίρνει κανείς πτυχίο, ή αύξηση στη δουλειά, ή παντός είδους επιβραβεύσεις και «χειροκροτήματα» (εάν έχει έφεση στο να αυτοπροβάλλεται / εκτίθεται / εκδίδεται) κλπ....

  1. Αυτός ο Μήτσος είναι ο ορισμός του ανεγκέφαλου, «αυστραλοπίθηκου» βάζελου οπαδού. Κάθε πρωί κάθεται μία ώρα έξω από το περίπτερο και χαζεύει τα εξώφυλλα της «πράσινης» και ξεροχύνει στο πεζοδρόμιο με τη μάπα του Βγενό. Και το απόγευμα πάει στους «μάντ μπόυς» όπου τον έχουν για τα θελήματα και κάθεται και τον φορτώνουν καρπαζές...

  2. Η μικρή Λίλιαν, όταν ήταν 16 και τραγούδησε στη σχολική εορτή, μόλις απέσπασε τα χειροκροτήματα του κοινού απέκτησε ένα βλέμμα λες και ξερόχυνε εκείνη την ώρα. Από τότε φάνηκε πως θα γινόταν «μεγάλη» σόου-γούμαν και έχει γυρίσει όολα τα πανηγύρια της Κάτω Αχαγιάς χωρίς να έχει «κλείσει» ούτε μισή σεζόν σε ταβέρνα στην Κλειτορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου συμβαίνει αυτό που λέει ο φίλος Γκατς: αφλοκιστία, δηλαδή χύνω χωρίς να χύσω. Αποκλειστικό αντρικό σύμπτωμα. Σκέτη απελπισία ένα πράμα.

Το ανύπαρκτο προϊόν, καθώς και η όλη κατάσταση, λέγεται -εκτός από αφλοκιστία- και «ξερόχυμα».

- Ρε συ, τι εννοούσε η Μαρία όταν μου είπε ότι χθες ξερόχυσε ο Γιώργος;
- Πού να ξέρω, πρώτη φορά το ακούω. Ε ή θα την γάμησε καμιά εικοσαριά φορές και στέρεψε, ή θα της είπε καμιά δικαιολογία της πούτσας γιατί δεν του καλοσηκωνότανε. Ξέρω και γω μωρέ...

Ξερίλας, παραπόταμος Αλφειού (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν κανείς χαμουρεύεται με μια γκόμενα και καθώς είναι καυλωμένος για πολλή ώρα χωρίς όμως να τελειώνει, ανακαλύπτει ότι το εσώρουχό του έχει γεμίσει προσπερματικά υγρά. Έχει δηλαδή ξεροχύσει, κατά το ξεροβήξει: όπως ο ξερόβηχας είναι τζούφιος βήχας, έτσι και το ξεροχύσιμο είναι τζούφιο χύσιμο!
Βασικά είναι καλύτερο να το λες παρά να το περιγράφεις... Δες πάντως και το σταλάζω.

- Τι έγινε με τη μικρή που βγήκες χθες; Τη γάμησες;
- Άσε ρε, με είχε δυο ώρες να ξεροχύνω στο χαμούρεμα και στο μπαλαμούτι και τελικά πήγε σπίτι της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified