1. Ο έχων πλούσια τα ...ελέη

  2. Ο γενναιόδωρος

ουσ. βαρβατίλα, η

Τί βαρβάτος άντρας είναι αυτός;

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified