Προέρχεται από τον δενδρόβιο δηλητηριώδη βάτραχο νταλάκι (βλ. φώτο), ο οποίος ζει στην Κεντρική Μακεδονία. Είναι σπάνιο φαινόμενο να τον καταπιεί κατά λάθος μία αγελάδα κατά την βόσκηση χόρτων, επειδή ζει επάνω στα δέντρα. Αλλά όταν αυτό συμβεί δηλητηριάζεται, πρήζεται ολόκληρη και επέρχεται ο θάνατος.

Γενικότερα σημαίνει το υπερβολικό πρήξιμο στην κοιλιά.

Ω, ρε φούστη μου, έφαγα ένα κατσίκι μόνος μου, ήπια και μια κάσα μπύρες, νταλάκιασα μιλάμε...

νταλάκι (από panos334, 01/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρυστομαχιάζω απο το πολύ ποτό ή φαΐ, μπουχτίζω. Συνώνυμα: πρήζομαι, σκάω.

  1. Στον σωματικό έλεγχο γέροι, γονείς με παιδιά, γυναίκες, όλους τους ανάγκαζαν να δώσουν τα μπουκάλια λες και ήταν εκρηκτικά. [...] Για να μην είμαστε άδικοι τους έδιναν την επιλογή να το πιουν. Ένας που το έκανε την έβγαλε στην τουαλέτα [...]. Νταλάκιασε ο άνθρωπος τόσο νερό μαζεμένο. (από το διαδίκτυο)

  2. Αχ τη δροσιά του να 'χεις. [...] Νταλάκιασα με τα ποπ κορν. (από το διαδίκτυο)

νταλάκι (από panos334, 01/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φουσκώνει η κοιλιά μου από το πολύ φαγητό και νερό.

Νταλάκιασαν όλοι απ᾿ τη ζέστη και το μπακαλιάρο. (Ερανιστής).

Got a better definition? Add it!

Published