Κλασσική έκφραση, η οποία σημαίνει ότι πέφτουμε με τα μούτρα σε κάτι.

Ο πατσάς, ειδικότερα κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, αποτελούσε περιζήτητο έδεσμα, ειδικά για τους φοιτητές και τους στρατιώτες, αφού ήταν χορταστικό και φτηνό. Κατανοητό λοιπόν γιατί τη στιγμή της βρώσης, έπαφταν με τα μούτρα στον... πατσά.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται και στα γκομενιλίκια, εννοώντας ότι κάποιο λιγούρι, με το που βρει κοκό, πέφτει με αυτοθυσία στο ψητό.

  1. Σχόλιο σε διαδικτυακό forum:

Καλά όλα αυτά, αλλά τι να την κάνει κανείς τη στρατηγική άμα είναι ντενεκές ξεγάνωτος;
Οποιος έχει έστω και ελάχιστη προσωπικότητα, έχει και κάποιες καλές πιθανότητες, οπότε βούρ στον πατσά...
Οποιος είναι ανάξιος λόγου καλύτερα να πάει σπίτι του να μη χάνει και το χρόνο του. Τίθεται ζήτημα αυτογνωσίας: Αμα ξέρεις ότι είσαι μαλάκας και παράλληλα η γκόμενα σου κάτσει, κατα πάσα πιθανότητα είναι επειδή ταιριάζετε... είναι και αυτή μαλακισμένη δηλαδή και θα σου κάνει τη μίζερη ζωή σου ακόμα πιο μίζερη.

  1. Σχόλιο σε συζήτηση διαδικτυακού forum:
    Ας χαλαρωσουμε λιγο:Ηταν ένα βράδι του Απρίλη (92 ή 93; δεν θυμαμαι...), οταν ο γεωργός ήρθε στο γραφείο και μου ειπε: «Ξέρεις; αγόρασα και ενα Saab! Το καλυπτουμε;» Ως νεος και ορμητικός τοτε, ειπα βουρ στον πατσά. Βρηκαμε εναν ξάδελφο στην Καρδιτσα που δεν εκανε δήλωση και με ΥΔ του 1599 του πουλήσαμε σωλήνες (αρδευτικούς), πλατφόρμες τρακτερ, καρούλια ποτισματος κλπ κλπ. Βρηκαμε και εναν Πολιτιστικο Συλλογο (του οποίου ημουν Πρόεδρος και μοναδικό μελος) και του πουλήσαμε στερεοφωνικά και ηχεια για τις εκδηλωσεις. Μαζι με κατι τοκους και κατι αλλα ψιλά, το καλυψαμε. Οταν του ζητησα 15.000 δρχ (τοτε) μου εκανε παζαρια, «να, οι αλλοι παιρνουν 5.000»¨ Στο τελος πληρωσε 25.000 (σε μενα). Και το ωραίο είναι, οτι η δηλωση περασε χωρις καμια απολυτως φασαρια! Άλλα χρονια, φιλε μου.... Φαρ Ουεστ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπρός γενναίοι μου, ορμάτε εσείς μπροστά κι εγώ από πίσω, γιούργια στα παλιούρια ή γιούργια στον ταμπλά με τα κουλούρια που λέω κι εγώ, γενικώς πρόσω ολοταχώς χωρίς να κρατάμε καμία εφεδρεία ή πισινή.

Όπως λέει κι ο φίλτατος foobaras στο σχετικό λήμμα, βούρ σημαίνει «δρόμο για / κατευθείαν στο», αλλά εδώ μπαίνει και η γαστριμαργική διάσταση του θέματος, τουλάχιστον για τους θιασώτες του σχετικού εδέσματος.

  1. Πηγα στο μαγαζι τυχαια επειδη ειχα κενο απο τη δουλεια μου ενα απογευμα Τεταρτηs.Η κοπελα προs μεγαλη μου εκπληξη ηταν η Ελινα,γνωστη απο παλιεs καλεs μερεs.Ετσι το να περασω ηταν μονοδρομοs για μενα,επειδη η κοπελα ειναι απο τα "βαρια" χαρτια του χωρου.Το προγραμμα ειναι τυποποιημενο και εχει ολεs τιs στασειs...του μετρο.To βασικοτερο βεβαια ειναι οτι ολα γινονται επαγγελματικα,χωριs βιασινη και με σεβασμο στον πελατη και τα ευρω του.H μονη μου ενσταση [που θα διορθωθει προσεχωs οπωs με διαβεβαιωσε η υπηρεσια] ειναι η ελλειψη ντουζιεραs σε καθε δωματιο.Λοιπον συναγωνιστεs βουρ στον πατσα και δεν θα χασετε. ps: καθε Τεταρτη και Πεμπτη απογευμα οπωs μου ειπαν.
    [από το διαδίκτυο - bourdela.com]

  2. - Tι να κάνω ρε μαλάκα; Να πάω; Ή μήπως να περιμένω μπα κι έρθει εκείνη;
    - Τι να περιμένεις ρε μπάμια; Το τραμ; Ρε βουρ στον πατσά και μη μασάς! Θα σ' το φάει άλλος το γκομενάκι και θα μείνεις μπακούρι να τραβιέσαι από putzinstitut σε putzinstitut. Άντε, έμπαινε Γιούτσο!

(από acg, 09/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified