Άτομο που χαρακτηρίζεται από μία αντίληψη της πραγματικότητας βαθύτατα αποκλίνουσα από αυτή του συνόλου.

Δεν είναι τυχαίο ότι χαρακτηρίζει και τα ΠΑΟΚΙΑ.

- Μιλάμε το άτομο είναι τελείως αμπαλαέα!

(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)(από HARRIS4, 10/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμπαλαέα έα, αμπαλαέα έα. Είναι η μαζική κρίση υστερίας των οπαδών του Π.Α.Ο.Κ., η οποία εκδηλώνεται με εκτόνωση όλης της συσσωρευμένης ενέργειας στον διπλανό αγωνιστή ΠΑΟΚτσή.

Πηδάς με όλη σου τη δύναμη τραβώντας μαζί σου και άλλους και, αν είναι φίλος σου, τον γρονθοκοπάς φωνάζοντας με τη δύναμη της ψυχής σου αμπαλαέα έα - αμπαλαέα έα.

Είναι μοναδική γηπεδική πράξη που υποδηλώνει και την ανωτερότητα του λαού του Π.Α.Ο.Κ.

  1. - Κάναμε αμπαλαέα στη 4 και βρέθηκα στο κάγκελο.

  2. - Θυμάσαι με του Βουλινό τρέλλα που βαρούσαμε! Όλη την ώρα αμπαλαέα κάναμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από σύνθημα των οπαδών του (Μ)ΠΑΟΚ και χρησιμοποιείται κυρίως στο Βορρά για να δηλώσει μια έντονη κατάσταση γενικότερα.

- Πωωω τα σπάσανε οι Madball χθες ρε παιδάκι μου, αμπαλαέα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified