Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.

- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το εξαιρετικής ποιότητας και γλυκύτητας χασίς.

  2. Η εξαιρετικής καλλονής γυναίκα, ιδιαίτερα νεαρή σε ηλικία.

  1. Α: - Τί μας λέει;
    Β: - γκουχ, γκουχ, Καϊνάρι μεγάλε... Γεια στα χέρια σου.

  2. Γνώρισα την αδερφή της Μιχαέλας χτες... Τι καϊνάρι είν' αυτό, Παναγία μου!

(από joe909, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζαβλακωμένος σε βαθμό μαστουρωμένου.

Ατάκα Γιώργου Τράγκα  00:20

"Φοβερός" ο πρωθυπουργός. Δεν θυμάται καν τι δήλωσε δύο ώρες πριν. Κοιμάται όρθιος, καϊνάρι σκέτο.

Got a better definition? Add it!

Published