Πάντα στο τρίτο πρόσωπο: καθαρίζει

Μαμίσια κυριολεκτικά κουβέντα που αναφέρεται στο μικρό παιδί και την λένε πολύ και οι νηπιαγωγοί.

Καθαρίζει ένα νήπιο που μαθαίνει να πηγαίνει όταν πρέπει στην τουαλέτα και να μην τα κάνει πάνω του, απαλλάσσοντας συνεπώς, το μεν ίδιο από τις πάνες, τους δε ανθρώπους που το φροντίζουν από την ανάγκη να το αλλάζουν.

Αποτελεί προϋπόθεση για να δεχτούν το παιδί σε παιδικό σταθμό, τουλάχιστον σε κάποιους που έχω ιδία άποψη.

  1. Από εδώ:

Έχω την πίεση με τον Δημοτικό Παιδικό Σταθμό (όπου απαιτούν να έχει καθαρίσει το παιδί) αλλά προτιμώ να μάθει στην ώρα της κι ας μην πάει παιδικό παρά να την υποχρεώνω με το ζόρι, άλλωστε αγύριστο κεφαλάκι είναι ούτως ή άλλως, ζωή νάχει η ζουζούνα μου!

  1. Από εδώ:

Θα ηθελα λοιπον να με βοηθησετε με τις γνωσεις σας.Η κορη μου ειναι 31 μηνων και ακομη δεν εβγαλε τις πανες.Το καλοκαιρι που ηταν 2 προσπαθησαμε με τη μαμα μου που την κραταει οταν δουλευω,αλλα το μωρο εκτος απο 5-6 φορες που εκανε στο γιογιο δεν εδειξε να ειναι ετοιμη.Ετσι κι εγω επειδη θα ερχοταν και το 2ο μωρο τον Φεβρουαριο, το αφησα για φετος το καλοκαιρι επειδη εχω διαβασει οτι ο ερχομος ενος νεου μελους δεν ειναι καλη περιοδος για να «καθαρισει» το παιδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω εισόδημα, βγάζω λεφτά. Ίσως να έχει κάποια σχέση με το καθαρό/ακαθάριστο εισόδημα.

- Πώπω, δεν μου φτάνουνε τα λεφτά ρε γαμώτο...
- Μιλάς κι εσύ ρε παπάρα, που ακόμα δεν διορίστηκες και καθαρίζεις 1400 ευρώ τον μήνα;! Για ρώτα κι εμάς που παίρνουμε 650 κι άμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνω κάποιον.

- Μακελειό έγινε στην πολυκατοικία χτες. Γύρισε ο Πέτρος -που μένει στον κάτω όροφο- από το ταξίδι μια μέρα νωρίτερα να κάνει έκπληξη στην Σούλα, την γυναίκα του, και την έπιασε καβάλα στον κουμπάρο. Μέσα στα νεύρα του τους καθάρισε και τους δύο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λύνω τις διαφορές, ξεχρεώνω.

- Ωχ, έχω πιει τόσα ποτά και έχω ξεχάσει το πορτοφόλι μου στο σπίτι! Ρεζίλι θα γίνω, με βλέπω να πλένω ποτήρια! - Άσε, καθαρίζω εγώ, τόσες φορές έχεις κεράσει εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified