Στην χρηματιστηριακή αργκό: η μετοχή τρώω φόλα. Κυριακή χαρά, Δευτέρα λύπη. Το υψηλού κινδύνου κωλόχαρτο.
- Πήρα 10.000 τεμάχια Φουμαρέξ και σε μιά βδομάδα χάνω 60 %.
- Να το χαίρεσαι το σαπάκι που φορτώθηκες.
Στην χρηματιστηριακή αργκό: η μετοχή τρώω φόλα. Κυριακή χαρά, Δευτέρα λύπη. Το υψηλού κινδύνου κωλόχαρτο.
- Πήρα 10.000 τεμάχια Φουμαρέξ και σε μιά βδομάδα χάνω 60 %.
- Να το χαίρεσαι το σαπάκι που φορτώθηκες.
Σχετικά κουβάς αλλά και μπιζνεσαίος, μαρίδα, η.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται σε αθλητή (συχνά ποδοσφαιριστή) μεγάλης ηλικίας, ξοφλημένο, με κακή φυσική κατάσταση -ή σε παντελώς άγνωστο.
- Με τα σαπάκια που έφερε φέτος ο πρόεδρας , πάμε σούμπιτοι για Β' εθνική.
- Άσε ρε, ενώ πέρυσι με το σαπάκι τον Αμπαλίνιο σαρώσαμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified