Χαρακτηρισμός για μία υπερβολικά λεπτή, ανορεξική και ταυτόχρονα κακάσχημη γκόμενα. Μοιάζει να έχει δραπετεύσει από την πυραμίδα του Τουτανχαμώντα ή απο το Άουσβιτς. Μαλλί απεριποίητο, μάτια πεταγμένα, όπου και να πιάσεις κόκκαλα. Χρησιμοποιείται και για άντρες με παρόμοιο παρουσιαστικό (ο μούμιας).

- Πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα, φάε τίποτα μη σε πάρει ο αέρας.
- Τι έπαθες; Ζηλεύεις γιατί είσαι σαν παιδοβούβαλος;
- Ασταδγιάλα μωρή μούμια, μη σου δώσω καμμία και σκορπίσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.

  1. Θα ψήφιζα τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη για Πρόεδρο. Γιατί; Δεν κάνει η μούμια για Πρόεδρος; Εδώ έχουμε τον Παπούλια! (Μακελειό).
  2. Σε λίγο καιρό, η Μέγκαν Φοξ θα μπορεί να παίξει μόνο στην Μούμια.

Τουταγχαμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified