Συνοδός σε ραντεβού, ο οποίος κρατάει φανάρι, δηλαδή παρέχει απλώς το άλλοθι για κάποιον από τους συνερχομένους (καλό ε; εύρημα), χωρίς να υπάρχει κατ' ανάγκη κάποιος άλλος να του την πέσει. Επίσης μπορεί να μην είναι καν παρών στο ραντεβού.

- Μαρίκα... έχω να βγω! Ξέρεις... είχαμε πάει κομμωτήριο / ψώνια / καφετζού κ.ο.κ.
- Πάλι εμένα θα βάλεις μπροστά να σου κρατήσω φανάρι;

(από kostasΑ, 31/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό & ως βόμβα - τρόπος καμακιού. Η τακτική με βάση την οποία ο ένας εκ δύο φίλων θυσιάζεται - την πέφτει σε κάποια όχι ιδιαίτερα ελκυστική κοπέλα (μπάζο) - για να φάει καλά ο άλλος - ο οποίος την πέφτει στην ελκυστική φίλη της.

Όσο ο τυχερός ψήνει το γλυκό, ο φαναρτζής κρατάει απασχολημένη την μη-ελκυστική φίλη για να μη ξινίσει η υπόθεση - συγκεκριμένα για να μη ζηλέψει & χαλάσει τη δουλειά, ή για να μη κωλώσει η ελκυστική φίλη να παρατήσει μόνη της την μη-ελκυστική.

- Πάω να την πέσω. Δεν έρχεσαι να κρατάς το φανάρι;

Στο 4.08. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified