Στο πολεμικό ναυτικό, φασίνα είναι η σκούπα. Χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός προς τον ανάξιο, τον τελειωμένο, τον καραγκιόζη. Επίσης χρησιμοποιείται ως διακριτικό μεταξύ αρχαιότητας στο Σώμα. Έτσι αποκαλούν τους υφιστάμενους οι ανώτεροι, θέλοντας να τους υπονομεύσουν.

Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα που είναι άσχημη, χονδρή, την λεγόμενη πατσαβούρα. Μόνο που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την εξωτερική εμφάνιση, αλλά και με τον χαρακτήρα που είναι δίχως ευγένεια, τρόπους και τακτ, η γυναίκα «κατσίκα», κατά τον Pavese.

  1. Σκάσε μωρή φασίνα!
  1. Τελειώνετε φασίνες!

  2. Η γκόμενα είναι φασίνα. Δεν τη γαμάω ούτε με μια βαρέλα ουίσκι!

  1. Φέρε μια μάπα (σφουγγαρίστρα) και μια φασίνα να καθαρίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αστοχία στην σωστή εκτέλεση του τονικού ύψους (τρομπέτα).

Συνώνυμα: φλέτζα, κοκόρι, κρού, δοκάρι, crack.

Πλακώθηκε στις τσούκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν ένας τρομπετίστας δεν κατεβάζει το όργανο και παίζει ασταμάτητα, ανεπιτυχώς.

Όχι έτσι! (θέλοντας να του κάνει υπόδειξη) Βγάλε τον πούτσο απ' το στόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified