1. Ο υπερεθνικιστής Έλληνας (με αρνητική χροιά).

  2. Ο τύπος Έλληνα που δε νοιάζεται για τους άλλους, τα δικαιώματά τους, για την προτεραιότητα του άλλου σε μια ουρά, για την προστασία του περιβάλλοντος στις ακτές, γενικά ο τύπος του απολίτιστου ατομιστή και εγωιστή.

  1. Θα σηκωθούν πάλι οι Ελληνάρες να λένε ότι και οι Μογγόλοι έχουν ελληνική καταγωγή

  2. Γόπες πεταμένες, σκουπίδια παντού στη θάλασσα, α ρε Ελληνάρες, όπου πάτε βρωμίζετε!

Για το (1), βλέπε και e-λληνάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται για άνδρες κάθε ηλικίας που πρόσκεινται στο στυλ «μπυροκοιλιά, αξύριστο του βρομιάρη, αθλητική εφημερίδα παραμάσχαλα, φραπέ στο χέρι και κωλοχωρίστρα τριχωτή που φαίνεται κατά τη διάρκεια της επίκυψης ή και χωρίς αυτήν».

- Ο Γιάννης ο Ελληνάρας πήγε στο survivor να κάνει τι; Να πιει φραπέ με τους πελεκάνους;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified