Όταν η πρόταση χρησιμοποιείται σε παρελθόντα χρόνο και πρώτο πρόσωπο, μπορεί να έχει την έννοια του τα είδα (βλέπω) κωλυόμενα, τα φτύνω.

Τι πήξιμο ήταν αυτό ρε φίλε.... είπα τον Δεσπότη Παναγιώτη.

Ο Δεσπότης και ο Παναγιώτης... (από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)Συνέντευξη του κ.κ.κ. Μπούτρος-Μπούτρος-Μπούτρος (από Vrastaman, 11/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλητική φρασεολογία η οποία, ανάλογα φυσικά και με το άτομο στο οποίο απευθύνεται, σημαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα σε βλάψω. Συνώνυμο του «θα σου αλλάξω τα φώτα».

-Η καριόλα η Μαρία θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη, που πήγε και με κάρφωσε. Θα κυκλοφορήσω φωτό της ενώ είναι άβαφτη στο Internet.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω πόσα είχε φουμάρει για να πει το Δεσπότη «Παναγιώτη»

Η Ιστορία εκτυλίσσεται στην Καρδίτσα. Εκεί, τα αρσενικά ονόματα εκφωνούνται και συντάσσονται ως γνωστόν, με θηλυκά άρθρα: «Η Μήτσους!» , «Η Κώστας», «Η Γιάννς!» Ένας λοιπόν Βλαχοδήμαρχος, Καρδιτσιώτης, που άκουγε να απευθύνονται προς τον τοπικό Μητροπολίτη «...η Παναγιώτης σας Δέσποτα» θεώρησε ισχυρώς , βοηθούσης και της τοπικής προφοράς, ότι ο Δεσπότης ονομάζεται «Παναγιώτης» Λαμβάνοντας λοιπόν τον λόγο με την σειρά του, αντί να πει «Σεβασμιώτατε» είπε το έκτοτε Ιστορικόν «κ. Παναγιώτη» εξ ου και η φράσις «Είπε το Δεσπότη Παναγιώτη!»

Got a better definition? Add it!

Published