Όταν η πρόταση χρησιμοποιείται σε παρελθόντα χρόνο και πρώτο πρόσωπο, μπορεί να έχει την έννοια του τα είδα (βλέπω) κωλυόμενα, τα φτύνω.
Τι πήξιμο ήταν αυτό ρε φίλε.... είπα τον Δεσπότη Παναγιώτη.
Όταν η πρόταση χρησιμοποιείται σε παρελθόντα χρόνο και πρώτο πρόσωπο, μπορεί να έχει την έννοια του τα είδα (βλέπω) κωλυόμενα, τα φτύνω.
Τι πήξιμο ήταν αυτό ρε φίλε.... είπα τον Δεσπότη Παναγιώτη.
Got a better definition? Add it!
Απειλητική φρασεολογία η οποία, ανάλογα φυσικά και με το άτομο στο οποίο απευθύνεται, σημαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα σε βλάψω. Συνώνυμο του «θα σου αλλάξω τα φώτα».
-Η καριόλα η Μαρία θα πει τον δεσπότη Παναγιώτη, που πήγε και με κάρφωσε. Θα κυκλοφορήσω φωτό της ενώ είναι άβαφτη στο Internet.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν ξέρω πόσα είχε φουμάρει για να πει το Δεσπότη «Παναγιώτη»
Η Ιστορία εκτυλίσσεται στην Καρδίτσα. Εκεί, τα αρσενικά ονόματα εκφωνούνται και συντάσσονται ως γνωστόν, με θηλυκά άρθρα: «Η Μήτσους!» , «Η Κώστας», «Η Γιάννς!» Ένας λοιπόν Βλαχοδήμαρχος, Καρδιτσιώτης, που άκουγε να απευθύνονται προς τον τοπικό Μητροπολίτη «...η Παναγιώτης σας Δέσποτα» θεώρησε ισχυρώς , βοηθούσης και της τοπικής προφοράς, ότι ο Δεσπότης ονομάζεται «Παναγιώτης» Λαμβάνοντας λοιπόν τον λόγο με την σειρά του, αντί να πει «Σεβασμιώτατε» είπε το έκτοτε Ιστορικόν «κ. Παναγιώτη» εξ ου και η φράσις «Είπε το Δεσπότη Παναγιώτη!»
Got a better definition? Add it!