Επίθημα που σχηματίζει επίθετο από όνομα (συνήθως ουσιαστικό) ή, σπανιότερα, ρήμα, και δηλώνει κατοχή («αυτός που έχει»), χαρακτηρισμό («αυτός που χαρακτηρίζεται από») ή ομοιότητα («αυτός που θυμίζει/μοιάζει με»).
Πολύ συχνό γενικά στα ελληνικά (πιχί αεράτος, καλοσυνάτος, τρεχάτος), ειδικά στην αργκό φαίνεται να είναι πολύ παραγωγικό, κυρίως με τη σημασία της κατοχής. Ειδικότερα στο ουδέτερο γένος, -άτο, χρησιμοποιείται συχνά για σεξουαλικές στάσεις και σχηματίζει ουσιαστικά —για την ακρίβεια, ουσιαστικοποιημένα, πιχί καρεκλάτο (σεξ).
Πρόκειται απ' ότι καταλαβαίνω για τη λατινική κατάληξη -atus, η οποία είχε παρόμοιες σημασίες (πιχί, βαρβάτος < barbatus < barba + -atus, «αυτός που έχει γένια, που δεν είναι θηλυπρεπής»).
Στα παραδείγματα, λέξεις που έχουν ήδη καταγραφεί στο σλανγκ τζι αρ.
αεράτα, αλφάτος, αρχιδάτος, αστεράτος και αστεράτη, γαμάτος, γκλαμουράτος, εντεκαδάτος, ζωνάτο, καραμελογλειφάτο, καρεκλάτος, κομπολογάτη, κονάτο, κουστουμάτος, λαμπάτος, μουράτος, μπουζάτος, παντελονάτος, πιπαράτος, πλακάτος, ποτηράτο, πρεστιζάτος, πυλάτος, σκαφάτος, στεκάτος, σχεσάτο, τζαμάτος, τσιμεντάτος, φουφουλάτη, φραγκάτος, χεράτα
Στάσεις: αυτοκρατορικό κολωνάτο, καρεκλάτο, παντελονάτο, πιγκουινάτο, στριφολαρυγγάτο, συντριβανάτο, τραπεζάτο
Σχηματισμοί πατροπαράδοτοι: βαρβάτος, καραμπινάτος, κοτσανάτος, μελάτος, ποδαράτος, τρεχάτος
Σύγκρινε: τσιμεντάτος
Καμία σχέση: Σαββάτο