Επιτίθεμαι σε κάποιον με κάποιο τρόπο ο οποίος προσδιορίζεται μετά το ρήμα.
- Τι είπες ρε; Θες να σε κεράσω κάνα μπουκέτο τώρα;
- Θα στο κεράσω το μπουκάλι... στη μάπα
Επιτίθεμαι σε κάποιον με κάποιο τρόπο ο οποίος προσδιορίζεται μετά το ρήμα.
- Τι είπες ρε; Θες να σε κεράσω κάνα μπουκέτο τώρα;
- Θα στο κεράσω το μπουκάλι... στη μάπα
Got a better definition? Add it!
Προσφέρω μεζέ.
-Άσε κάναμε πρωκτικό και πάνω στην κορύφωση, παίζει φάση Νικολούλη! Η κοπέλα με κέρασε κανονικά, με τράταρε!
-Κι εσύ πώς αντέδρασες;
-Α, όλα κι όλα! Της ανταπέδωσα το κέρασμα!
Βλ. και σκατό στην άκρη του τούνελ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέρδομαι και το δηλώνω στην υπόλοιπη παρέα για να...
- εκτιμήσει την προσφορά μου
- λάβει τα μέτρα της
- πείσω για την ειλικρίνεια και αγάπη μου σε αυτούς
- δω τις φάτσες τους
- φτιάξω ατμόσφαιρα
- βγάλω την υποχρέωση απέναντι σε άλλους που έχουν κεράσει ήδη...
- Να κεράσω άλλη μια;
- Βάστα κερνάω εγώ τώρα... πράοορτς!...
Got a better definition? Add it!