Άτομο με οικονομική ευρωστία σκοτεινής/ύποπτης προέλευσης.

Τυπικά παρουσιάζει μια λαρτζ συμπεριφορά και φροντίζει να δημιουργεί την εντύπωση ατόμου που ξέρει τα μέσα και τα έξω, που μπορεί να προβλέπει τις οικονομικές εξελίξεις, που έχει ισχυρά κονέ και κινείται με άνεση σε καίριους χώρους (γραφεία, δικαστήρια, αίθουσες πλειστηριασμών, τράπεζες, χρηματιστήριο), εξ ου και το σουλατσαδόρος. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει ή ποιο ακριβώς είναι το πεδίο στο οποίο δραστηριοποιείται, με αποτέλεσμα να τον ακολουθεί παράλληλα και η υποψία ότι πρόκειται για λαμόγιο.

Συνήθως, δηλώνει ασαφή επαγγέλματα, όπως π.χ. “εισαγωγαί-εξαγωγαί” / “real estate” (έτσι, σκέτο) / “εισοδηματίας” / “χρηματιστής” αλλά παίζει να είναι στην τελική τοκογλύφος ή ενεχυροδανειστής ή λαθρέμπορος ή κάτι παρόμοιο.

- Πάλι με νέα τζιπούρα στο Da Capo o Λάκης, και σε περίοδο κρίσης, παρακαλώ. Ξέρει κανείς με τι ασχολείται πραγματικά;
- Τοκιστής σουλατσαδόρος μου μοιάζει, αλλά ποιος θα τον ελέγξει; Ξέφραγο αμπέλι την κατάντησαν την Ελλάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο (κατ' εξοχήν επάγγελμα των Ζακυνθινών). Ο τοκιστής λέγεται και σουλατσαδόρος (κόβει σουλάτσα, αργόσχολος).

Όταν αναφερόμαστε και με τις δύο λέξεις εννοούμε, το άτομο που τα έχει βρει όλα έτοιμα χωρίς κόπο και το μόνο που κάνει είναι να χαζολογάει, σε αντίθεση με τους πολλούς που πρέπει να φτύνουν αίμα για τα προς το ζην, γιατί δεν είναι, ούτε αποδέκτες κληρονομιάς κάποιου πλούσιου μπάρμπα, ούτε λαμόγια του κερατά.

Από εφημερίδα Ελευθεροτυπία:
«Φαίνεται, όμως, ότι το πράγμα δεν έβγαινε έτσι. Με τις ανοησίες του (μαθητευόμενου μάγου) Αλογοσκούφη (απογραφές, φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις κ.λπ.) ήρθε κι έφτασε η οικονομία στα πρόθυρα κατάρρευσης. Οι προϋπολογισμοί δεν έβγαιναν με τίποτα. Ετσι, αποφάσισαν -ύστερα από 4,5 χρόνια απραξίας- να στριμώξουν φορολογικά και κάποιους που δηλώνουν όσα έσοδα θέλουν - ή δεν δηλώνουν τίποτα. Μέχρι και απ' τους «τοκιστές και σουλατσαδόρους» ζήτησαν να πληρώνουν φόρους (άκουσον - άκουσον!), έστω και με πολύ τακτ...».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified