Στην ιστιοπλοΐα: εξάρτημα που κρατάει το σκοινί της άγκυρας στη θέση του χωρίς να το φθείρει. Υπάρχουν δύο, ένα για κάθε μπάντα, για αυτό συναντάται στον πληθυντικό.

Πέρασε την άγκυρα στα όκια και δέσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτί στα καλιαρντά.

Εξ ου και οκιάζω.

Η ετυμολογία είναι παράξενη, μιας και occhio (όκιο) στα Ιταλικά είναι το μάτι!!!

Επίσης λέγεται και λούπαρα.

Καλέ! Τι λουπάρανε τα ιμάντες όκια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified