Στην ιστιοπλοΐα: εξάρτημα που κρατάει το σκοινί της άγκυρας στη θέση του χωρίς να το φθείρει. Υπάρχουν δύο, ένα για κάθε μπάντα, για αυτό συναντάται στον πληθυντικό.
Πέρασε την άγκυρα στα όκια και δέσαμε.
Got a better definition? Add it!
Published 2013-02-18 14:15:50+00:00 Last modified 2013-02-19 03:48:00+00:00
Το αυτί στα καλιαρντά.
Εξ ου και οκιάζω.
Η ετυμολογία είναι παράξενη, μιας και occhio (όκιο) στα Ιταλικά είναι το μάτι!!!
Επίσης λέγεται και λούπαρα.
Καλέ! Τι λουπάρανε τα ιμάντες όκια!!
Published 2009-03-09 22:36:37+00:00 Last modified 2015-05-30 21:04:54+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.