Ζιγκόλι ειδικευμένο σε γκέι πελάτες. Συνήθως ψιλο-μπάι γιατί άμα τύχει πάει και με γυναίκες. Τα κάνει όλα, γι αυτό λέγεται και πασπαρτού (όπως το κλειδί).
- Εκείνο το πουστροζιγκόλι τον Χ. τον είχανε γαμήσει στο Γυμνάσιο.
Got a better definition? Add it!
Published 2009-03-11 23:50:39+00:00 Last modified 2015-04-13 20:42:38+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.