Έντονη επιθυμία, με απόχρωση πείσματος, αγανάκτησης ή εκδικητικής διάθεσης. (Για την τελευταία σημασία, εναλλακτικώς: γινάτι)

Η λ. εντοπίζεται με την ίδια σημασία στα αλβανικά, merak και ρήμα merakosem, επιθυμώ διακαώς, πεισμώνω κ.ο.κ. και στην τουρκική merak = περιέργεια, αγωνία, άγχος αλλά και έντονη επιθυμία, π.χ. meraksiz αδιάφορος (η συνύπαρξη πρόσθιου και οπίσθιου φωνήεντος συνηγορεί υπέρ της ΜΗ τουρκικής προέλευσής της. Είναι μάλλον παλαιο-περσική).

  1. Έχει μεράκια και ξέσπασε στο μπουζούκι του. Όλη μέρα τραγουδάει.

  2. Έχω μεράκι να πάω ένα ταξίδι.

  3. Είναι μερακλής στη δουλειά του. Ό,τι πιάνει το κάνει τέλειο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξουαλικό γούστο, το βίτσιο.

Ασίστ: Λήμμα μερακλής, ο.

«Από τεχνίτες με μεράκι, σε πελάτες με γούστο».
Σλόγκαν παλιάς διαφήμισης, ευκόλως σλανγκίσιμο!

Got a better definition? Add it!

Published