Το ρήμα μπαταλεύω (αγνώστου ετυμολογίας), σημαίνει ότι παχαίνω απότομα, «ανοίγω».

Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να περιγράψει γυναίκες, οι οποίες πάχυναν απότομα και έχασαν τη φρεσκάδα και την ελκυστικότητα που κάποτε είχαν. Δόκιμη είναι και η παθητική μετοχή «μπαταλεμένη». Βλ. και μπατάλω.

  1. - Είδα ρε την Ευαγγελία τις προάλλες, εκείνη τη συμμαθήτρια μας που έμενε απέναντι από εσένα.
    - Σε θυμήθηκε;
    - Ναι. Απογοητεύτηκα όμως. Δε φαντάζεσαι πως έχει μπαταλέψει, κρίμα.
    - Ποιο ρε, αυτό το γκομενάκι με το κορμί χελιού μπατάλεψε;
    - Κι όμως...

  2. - Να, αυτή είναι η χωρισμένη που έρχεται στο μαγαζί κάθε μέρα. Καλό εεε;
    - Τι λες ρε μαλάκα, την παλεύεις, αυτή είναι μπαταλεμένη, σκέτη λιόπα. Δεν πας καλά μού φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified