Η λεσβία, η τζιβιτζιλού, η πλακομούνα. Η γυναίκα που αντροφέρνει παραπάνω από το κανονικό, μερικές φορές όχι χωρίς αιτία.
Λέγεται και «αρσενίκω».
Πού πάς ρε μαλάκα, αυτή είναι αρσενικιά...
Η λεσβία, η τζιβιτζιλού, η πλακομούνα. Η γυναίκα που αντροφέρνει παραπάνω από το κανονικό, μερικές φορές όχι χωρίς αιτία.
Λέγεται και «αρσενίκω».
Πού πάς ρε μαλάκα, αυτή είναι αρσενικιά...
Σχετικά: λεσβολιδοσκοπώ, καραλέσβιο, λεσβία από κούνια, λέσβω / λεσβόγκα, τριβίδι, μπιφτεκού
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified