SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Lemma results (1333)
Showing 361-420 from 1333 · Show all (24726)

  • A Z
  • Many definitions one
  • Newer Older
  • α
  • β
  • γ
  • δ
  • ε
  • ζ
  • η
  • θ
  • ι
  • κ
  • λ
  • μ
  • ν
  • ξ
  • ο
  • π
  • ρ
  • σ
  • τ
  • υ
  • φ
  • χ
  • ψ
  • ω
  • #
  • en
  • Random
  • All
γενεές δεκατέσσερις 1 Γένια 1 γενιά του φραπέ 1 γενιά των 700 εκατομμυρίων ευρώ 1 γενική αντί ονομαστικής 1 γενική επισκευή και πέταμα 1 γενικός δερβέναγας 1 γενναία μύγα 1 γενναίος 1 γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα 1 γεννηθήκαμε από ένα τρύπιο προφυλακτικό 1 γεννήθηκε την ώρα που οι πλανήτες του βαρούσαν μαλακία 1 γεννητάτος 1 γεννητούρι 1 γεννητούρια 1 γεράκος του Μπένυ Χιλλ 1 γερμανιά 1 γερμανική 1 γερμανική και ν' αγγλοφέρνει 1 γερμανικό 3
γερμανός 2 γερμανός μεταφραστής 1 γερμανοτσολιάς 2 γέρνει 1 γέρνει το γήπεδο 1 γερο-Λαδάς, γερολαδάς 2 γερο-τρικυμίας 1 γεροκαυλέας 1 γερολάζαρος 1 γερολαία 2 γερομαλάκας 1 γερομπήχτης 1 γερομπινές 1 γερομπισμπίκης 1 γεροντάκος 1 γεροντάματα 1 γεροντοκαψούρα 1 γεροντοκαψούρης 1 γεροντοκόρες 1 Γεροντοκοτσανιασμένα 1
γεροντολάγνος 1 Γεροντολιγούρι 1 γεροντομαλλιάς 1 γεροντομάνα 1 γεροντομοίρι 1 γεροντομούνα 2 γεροντομουνιάζω 1 γεροντομπεμπέκα 1 γεροντόπαιδο 1 γεροντόπαχα 1 γεροντόπιασμα 1 γεροντοσλατίνα 1 γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο 1 γεροντόφιλος 1 γεροξούρας 2 γέρος 1 γερός, δυνατός; 1 γεροσοφούληδες 1 γεροτραχανάς 1 γερουσία 1
  • « Previous
  • 1
  • 2
  • 3
  •  .. 
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • 8
  • 9
  • 10
  •  .. 
  • 21
  • 22
  • 23
  • Next »
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.