Η φράση «ο Χ γέρνει» ισούται με «ο Χ είναι ομοφυλόφιλος» ή «ο Χ τον παίρνει».

Επομένως, ο σύνδεσμος και στο γνωστό τον παίρνεις και γέρνεις δεν είναι συμπλεκτικός και δεν συνδέει κατά παράταξη δύο κύριες προτάσεις. Διότι τούτο θα συνιστούσε πλεονασμό, σαν να λέγαμε τον παίρνεις και τον παίρνεις. Η σημασία του και είναι μάλλον συμπερασματική: τον παίρνεις άρα γέρνεις. Η δεύτερη φράση είναι το αποτέλεσμα της πρώτης, δηλ. αν κάποιος αρχίσει να τον παίρνει, στοιχειοθετείται τεκμήριο (μαχητό;) ότι γέρνει, ότι είναι πούσθης.

Κοντινότερο συνώνυμο του γέρνει είναι το κουνιέται.

Το γέρσιμο αναφέρεται φυσικά στο χαρακτηριστικό σπάσιμο της μέσης των λούγκρηδων καθώς αυτοί περιφέρουν το σαρκίο τους δώθε κείθε, με όλη τη χάρη μιας έφηβης νεράιδας όπως θα έλεγε ο vrastaman. H έκφραση είναι κυριολεξία, οι πούστιδι τω όντι γέρνουν. Αντιθέτως οι πιουρ αρσενικοί (οφείλουν να) είναι πάντα στητοί, ευθυτενείς, αλύγιστοι.

  1. (in da gym)
    - Έχεις προσέξει κάτι με το γυαλάκια που 'ρχεται και σου πιάνει την κουβέντα;
    - Όχι, τι;
    - Ότι γέρνει βρε μαλάκα... Όλο το gym το λέει... Πρόσεχε.

  2. - Το Νίκο τον βλέπω να γέρνει επικίνδυνα.
    - Βρε λες;
    - Δεν ξέρω, εσένα πώς σου φαίνεται;

Βλέπε και την τρίζει την όπισθεν και γαμιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified