SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Lemmas (24738)
Showing 17161-17220 from 24738

  • A Z
  • Many definitions one
  • Newer Older
  • α
  • β
  • γ
  • δ
  • ε
  • ζ
  • η
  • θ
  • ι
  • κ
  • λ
  • μ
  • ν
  • ξ
  • ο
  • π
  • ρ
  • σ
  • τ
  • υ
  • φ
  • χ
  • ψ
  • ω
  • #
  • en
  • Random
  • All
φύρδην μίγδην 1 φούμαρα 1 υπογραφή (κουραδογράφημα) 1 χαχόλος 1 μουνούχι 1 σορτάκιας 1 χαυνομούνης 1 Μάρθα Βούρτση 1 λιμά 3 σαζ' - σιαζ' 1 στις καύλες σου (απάνω) 1 ήρθε το ρεύμα 1 φάμπρικα (ανοίγω / πιάνω) 1 τζίγκι τζίγκι 1 κατρούλα 1 γενιά του φραπέ 1 πάρκινσον 1 τηρώ αμυντική στάση 1 γιαγιά 1 από μακριά κι αγαπημένοι 1
τσίρλα 1 γαμιολόπουστα 1 βιολί 1 κάργια 1 μια χαρά χάλια 1 οχιά 2 πορνοβοσκός 1 τώρα που έγινε όλη η θάλασσα γιαούρτι, δεν έχουμε κουτάλια 1 τρακτέρ 2 τελεία και καύλα 1 βρόχα 1 πουλέν 1 ούτε για το ζήτω 1 ψωλοκοπάνης 1 μέλι, ημέλι 1 σχιζοφρενής περιπτεράς με το βελόνι 1 σκατολοΐδια 1 πήζει το τυρί 1 τι θέλει να πει ο ποιητής; 1 δώσε βάση στο νόημα 1
γεννηθήκαμε από ένα τρύπιο προφυλακτικό 1 μανουλομάνουλο 2 καλό το καθισιό, αλλά σαν την ξάπλα... 2 μπουζούκια 1 σπρετσατούρα 1 επιτηδευμένη ατημέλεια 1 ο οφθαλμός είναι γένους αρσενικού, η ζήλεια είναι γένους θηλυκού 1 φυσική πόζα 1 βλάκας με κεφαλαίο μι 1 λουλάς 1 Κορμί 1 δηθενιστής 1 δηθενισμός 2 να την πιεις στο ποτήρι 1 η δουλειά σηκώνει τσιγάρο 1 λιμπιντιάρα / λιμπιντιάρικο 1 καμερούλα μια σταλιά, δύο επί τρία 1 το κάνω φυσαρμόνικα 1 συσιφόνι 1 είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ 1
  • « Previous
  • 1
  • 2
  • 3
  •  .. 
  • 284
  • 285
  • 286
  • 287
  • 288
  • 289
  • 290
  •  .. 
  • 411
  • 412
  • 413
  • Next »
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.