Τότε που λεγόταν, στη Θεσσαλονίκη δεν λεγόταν - γκαραντί. Επί εποχής Βέγγου κλπ, γάλα ΕΒΓΑ επάνω γιοκ. ΑΓΝΟ και από ένα σημείο και μετά ΜΕΒΓΑΛ. Και Γεωργικής Σχολής σε περιορισμένο αντίτυπα.
Ότι η Εβγα είναι το σημείο αναφοράς της γειτονιάς στις ταινίες 60ζ-70ζ, ασφαλώς και έτσι είναι αλλά και ουδεμίαν έκπληξη προκαλεί διότι πρόκειται για γειτονιές της Αθήνας. Πόσες ταινίες της εποχής διαδραματίζονται στη Θεσσαλονίκη;
Ο Χάρρυ Κλυν απευθυνόταν στο πανελλήνιο σε μια εποχή - 80ζ - που η Αθηναϊκή χρήση της Έβγα ήταν πλέον γνωστή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει και ότι είχε υιοθετηθεί ευρέως επάνω. Άλλωστε, τα κείμενα του ΧΚ τα έγραφε συνήθως ο Πειραιώτης Γιάννης Κακουλίδης, νο;
Βορειοελλαδίτης να πει ο Έβγας, ΟΚ. Να πει ο Εβγατζής, δύσκολο. Ο Έβγατζης, ναι.
Κάποιο σχόλιο για το γάλα φρέσκο;
Προ αμνημονεύτων, κλασικό ποντίκι του Βορρά στην Αθήνα, μου λέει η τύπισσα που με φιλοοξενούσε «Πάω στην Έβγα να πάρω γάλα φρέσκο». Πρώτη σκέψη «μα θα τρέχει τώρα στο εργοστάσιο, εδώ γύρω μόνο μπαγιάτικο γάλα έχει;». ΟΚ, δεν το είπα, ρώτησα απλώς «φρέσκο γάλα;;;» και έμαθα ότι το γάλα είναι φρέσκο όταν δεν είναι εβαπορέ και ότι Έβγα δεν είναι μόνον η βιομηχανία αλλά και το γαλακτοπωλείο της γωνίας, ακόμη κι όταν δεν έχει ούτε ένα προϊόν της ΕΒΓΑ.
Μήπως και νάμπαινε στην κατηγορία «Τοπικοί Ιδιωματισμοί»;
@ suxumuxu - πολύ ωραίο το κομμάτι στο βίντεο αλλά πε μου και πού κολλάει με το λήμμα. Τι χάνω;
Δες και μεγιέ μελέ - μεγιεμελέ
Ωρέ κλεφτόπουλα, ποιός είναι φτούνος ο Τσίλας; Γιατί εκτός από αυτόν εδώ, άλλος δεν μου προκύπτει...
Ακούγεται σχετικός και με τον πέτσακα. Δες επίσης και το λήμμα πέτσακας / πετσί.
Έμμετρος διάλογος στα καλιαρντά, από εδώ
Και έχω μια σερμελιά που’ ναι δική σου ούλη,
θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη.
Κι αν είν’ η πούλη μου στενή κι η μέλα σου μεγάλη,
πάρε σαπούνι συριανό και βάλτης στο κεφάλι…
Πιθανολογώ ότι αναφέρεται στο γεγονός ότι το φαγκρί έχει μάτι μεγάλο και πεταχτό. Παράβαλε και μάτι γαρίδα.
Το Αντίστροφο Λεξικό δίνει 48 λέξεις με κατάληξη -ατίας. Μερικές από αυτές είναι πολύ κοινές π.χ. επιχειρηματίας, εγκληματίας, τραυματίας και άλλες πολύ σπάνιες και - για μένα τουλάχιστον - αστείες π.χ. βολεψιματίας, ελαττωματίας και εμφραγματίας.
Αατα. Ήθελα απλώς να το μοιραστώ μαζί σας.
Δεν την ξέρω την φράση, οπότε με κάθε επιφύλαξη... αλλά μου κάνει να παραπέμπει λιγότερο σε αγγαρεία μαγειρείου και πιο πολύ σε αγγαρεία καμπινέδων... shit κι έτσι...
Σούπερ.
Και βε στα Σέρρας.
Έκφραση, στη δική μου εμπειρία, πιο διαδεδομένη από τον μιναρέ και από το σουβλάκι. Μεταξύ ταβλαδόρων που παίζουν τακτικά μαζί παραλείπεται ενίοτε ως ευκόλως εννοούμενη και αντικαθίσταται από τις εκφράσεις μακριά θα φορεθούν εφέτος, πρόσεξε, θα το πατήσεις κ.ο.κ.
Και οι Κωνσταντινουπολίτες το λένε.
Αγγλιστί, άγνωστο γιατί αλλά έχει πλάκα, η ποδιά είναι nutmeg = μοσχοκάρυδο. Λειτουργεί και ως ρήμα, π.χ. Rooney nutmegged the defender.
Δες και το λήμμα σακούλα.
Πιθανώς από τη λέξη baro που σημαίνει μεγάλος στα Ρομανί.
Επίσης και τα όσα κάνει ο τύπος στο σάιτ Will it Blend; - δες και το λήμμα μπλεντερισμένος.
Η ώρα είναι μιάμιση - σήκω (fill in name) γάμισε...
Πολύ ενδιαφέρουσα η χρήση για το μεθύσι.
Στα Ελληνικά, η λέξη έχει αποδοθεί ως τρομπόνι. Ήταν το κλασικό όπλο των ναυτικών του 1821.
Σε αντίθεση με τους στεριανούς οι Ελληνες Ναυτικοί δεν κρατούσαν τα καριοφίλια αλλά τα λεγόμενα Τρομπόνια. Βραχύκαννα δηλαδή όπλα τα οποία έβαλλαν ταυτόχρονα πολλά μικρά σφαιρίδια μαζί. (Από εδώ)
Θυμάμαι, με νοσταλγία, ότι τη λέξη με αυτή την σημασία την είχα συναντήσει πρώτη φορά στο Ο Ναύαρχος Μιαούλης του Σπύρου Μελά
Και για κάθε εποχή και για κάθε καιρό - αν και, ομολογουμένως, κυρίως για μεσ' στο σπίτι - τα ξώφτερνα με τακούνι, αγγλιστί mules... φωτό 7,8,9 και 10 άνωθι.
Το παραθέτω εδώ αν και πρόκειται για διαφορετικό genre:
One day στην λιακάδα
Sitting on the πρασινάδα
Where the flowers ανθούσαν
and the horses χλιμιντρούσαν
Say ο Μήτρος to Κρουστάλλω :
Do you μ' απατάς με άλλο;
Κι η Κρουστάλλω σαν το hear
τηνε πιάνει μέγας fear
Because τόπε η Μαγδάλω
ότι did it μ' έναν Γάλλο.
And the girl πονηρεμένη
Lay down σαν πεθαμένη
Μήτρο μ' if you don't believe me
με το καριοφύλι kill me.
And the Μήτρος που ήταν θύμα
την επίστεψε the βλήμα.
Δες και το λήμμα γκαυλοτάκουνα και κάποια σχετικά σχόλια εκεί.
Το αναφέρει το μουλτεζίμ στον ορισμό. Είναι η τούρκικη λέξη για το φεύγα, νο;
Εξαιρετικός ορισμός, πληρέστατος.
Στίχοι από Το Ποντίκι του Βορρά του Πάνου Μουζουράκη που περιγράφει τα βάσανα ενός Σαλονικιού που μετώκησε στην Αθήνα
[I]Μα δεν είναι εκεί το θέμα, σ' έξι ώρες με τα τρένα
πάω προς Βόρεια Ελλάδα ώσπου να πας εσύ Γλυφάδα
Κι αν κατουριέσαι, κάνει κράτει, κι αν σου γύρισε το μάτι
Θες κουράγιο κι άλλο κάτι να παρκάρεις στο Παγκράτι[/I]
Νομίζω, πάντως, ότι συνηθέστερη από το μου γύρισε το μάτι (<107.000 hits στο Google) είναι η εκδοχή μου γύρισαν τα μάτια (<1.040.000).
Κατά τ'άλλα, παρφέ!
Εξαιρετικός ορισμός!
Το fashion στα αγγλικά μπορεί να σημαίνει και τρόπος π.χ. χαρακτηριστικά στις εκφράσεις in that fashion, in a certain fashion κλπ. Όχι ότι έχει σημασία εν προκειμένω αφού η προέλευση του φασόν είναι σαφώς από τα γαλλικά. Το fashion στα αγγλικά δεν χρησιμοποιείται με τη έννοια του φασόν που αποδίδεται με τη λέξη piecework, τα δε εργαστήρια που δουλεύουν φασόν ειδικά στον κλάδο της ένδυσης λέγονται και sweatshops.
Πέρα από το δουλεύω φασόν απαντάται και το παίρνω φασόν - χρήση, εικάζω, ανάλογη με το παίρνω εργολαβία.
Πέρα από τις ειδικές, επαγγελματικές χρήσεις που σωστά καταγράφει ο patsis υπάρχει και μια άλλη χρήση, πιο γενική και τελείως ό,τι να 'ναι, που δηλώνει πως το ο,τιδήποτε γίνεται με τρόπο επαναλαμβανόμενο, μάλλον εκνευριστικό και υπονοεί ίσως ότι υπάρχει και λαμογιά στη μέση (σκανδαλώδης ανάθεση κιέτσ'). Μεταφέρω πρόσφατο παράδειγμα από τον ευγενή στίβο της μπιρίμπας:
Ε, όχι, ρε πστ... και τέταρτη φυσική; Φασόν τις έχετε πάρει τις γαμημένες;
Νομίζω, αλλά δεν βάζω και το χέρι στη φωτιά, ότι το Λαλάκης χρησιμοποιούνταν παλιά ως υποκοριστικό των ονομάτων Βασίλης και Λάζαρος. Απαντάται δε το όνομα σε πολλές ελληνικές ταινίες - Λαλάκης ο Εισαγόμενος ήταν ο Νίκος Παπαναστασίου στην φερώνυμη ταινία του 1984, Λαλάκης λεγόταν ο Γκιωνάκης στο Διαβόλου Κάλτσα του 1961 αλλά και ο Λογοθετίδης στο Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά του 1954. Στην περίπτωση του Λογοθετίδη νομίζω ότι το Λαλάκης χρησιμοποιούνταν χωρίς σκωπτική διάθεση - οπότε ίσως την ειρωνική χροιά που έχει πλέον να την προσέλαβε κάπου μεταξύ '54 και '61.
Από καρέ σε καρέ η ορολογία διαφέρει αλλά έχω την εντύπωση ότι συνήθως το πιπίνι ή καπέλο δεν είναι υποχρεωτικό, εκτός και αν ορισθεί έτσι - οπότε λέμε το καπέλο υποχρεωτικό ή ένα από το καπέλο υποχρεωτικό. Εμείς καπέλο ή πιπίνι λέμε το φύλλο (ή ομάδα φύλλων) που, αν σε βολεύει, μπορείς να το πάρεις μαζί με άλλα φύλλα που δεν παίζουν μεταξύ τους. Ας πούμε, στο παιχνίδι που αναφέρεται στο παράδειγμα, τρεις μπόμπες τρίφυλλες με καπέλο, μιλάμε για τρία πακέτα τριών φύλλων (το κάθε πακέτο ανοίγει χωριστά και παίρνουμε φύλλα μόνον από ένα πακέτο/μπόμπα) συν ένα φύλλο ακόμη μόνο του που συνήθως ανοίγει τελευταίο και μπορείς να το συνδυάσεις με όποια μπόμπα θέλεις. Αν δεν το χρειάζεσαι, παίρνεις απλώς τρία φύλλα από την μια μπόμπα. Αν το πιπίνι/καπέλο ορισθεί ως υποχρεωτικό, τότε, εννοείται, παίρνεις το καπέλο και μέχρι δυο φύλλα από μια μπόμπα.