Έκανα μια αναζήτηση στο google
μπαστουνόβλαχος -> 2,090 αποτελέσματα
μπαστουνόβλαχοι -> 1,430 αποτελέσματα
μπαστουρνόβλαχος -> 8 αποτελέσματα
μπαστουρνόβλαχοι -> 5 αποτελέσματα
Προσωπικά, την λέξη μπαστουρνόβλαχος δεν την είχα ξανακούσει αλλά αυτό δεν σημαίνει και τίποτε. Είναι, όμως, μάλλον ασυνήθιστη απ' ό,τι φαίνεται και αναρωτιέμαι αν είναι απλώς παραφθορά του μπαστουνόβλαχος. Γιατί, αν όντως προέρχεται από το στούρνος, στουρνάρι αναρωτιέμαι τι κάνει το μπα- στην αρχή. Παρεμπιπτόντως, υπάρχει η λέξη στουρνόβλαχος που φαίνεται κι αυτή μάλλον σπάνια (3 αποτελέσματα).
Όπως και νάχει, θα μπορούσε να ανεβεί και το μπαστουρνόβλαχος ως χωριστό λήμμα.
@ βικαρ - εμ πέστο ντε ότι μετακόμισε, έχω χάσει επεισόδια!
@ χότζας - α;
Άντε, πάλι retromaniax.gr γίναμε δω μέσα. Ανέβασα φωτό από ΕΘΝΟΣ που τόψαχνα και δεν τόβρισκα χτες και επίσης φωτό από Σαντέ και Hellas Special για να σαπορτάρω τον φίλο Αίαντα. Σέρτικα, γλυκοσέρτικα και Κιρέτσιλερ - φωτό ονλάιν γιοκ βαρ. Αν έχει κανείς κάνα λεύκωμα ας σκανάρει και ανεβάσει. Btw, η καπνοβιομηχανία που έβγαζε το Κιρέτσιλερ έβγαζε και ένα άλλο, το «Ξάνθη». 10 δρχ, νομίζω, το Κιρέτσιλερ (10 τότε και ο Άσσος), 4 δρχ το «Ξάνθη» το οποίο αν το κάπνιζες πρώτη φορά και ΔΕΝ έφτυνες αίμα έπρεπε να σε δει γιατρός.
Έπί του σχολίου της άιρον: Δεν ξέρω, εμείς μια φορά «πέθανε» λέμε άμα κάποιος πεθάνει. Κι άμα θέλουμε να είμαστε πιο λεπτοί λέμε «τα είδε τα ραδίκια ανάποδα» ή και, απλώς, «το είδε το ραδίκι».
Μελίτα, σωστότατη και το παράδειγμα όλα τα λεφτά!
Παπά μου, και το δικό σου παράδειγμα τα σπάει βεβαίως βεβαίως, ειδικά εκείνο το «μου τα λέει η Σούλα εμένα...». Τα έχουμε ζήσει και μπορούμε ακόμα και γελάμε.
Γιατί τα νούμερα, εν κσιέρω κουμπάρε... Ίσως γιατί ο Άσσος (νταξ, προφανές αυτό, το πρώτο και καλύτερο και καλά) έπιασε, είπαν στον Παπαστράτο να συνεχίσουν με νούμερα. Δεν ξέρω επίσης αν έβγαλαν όλα τα νούμερα μέχρι το 11, που λέει ο Άλλος. Να σου πω, όμως, γι' αυτά που ξέρω σε 60s-70s:
11 Εντεκάρι: Κάτι μου λέει αλλά βασικά δεν το θυμάμαι.
Με μια μικρή επιφύλαξη για το Εφτάρι, ήταν όλα άφιλτρα. Τέλος, βρήκα και μια αναφορά σε ένα Παπαστράτος 15 αλλά ήταν στη δεκαετία του '50.
Το ξέρω και ως τα ντοράκια. Τα παλιά τα χρόνια μάλιστα - επί Βουλγαράκη και Μεϊμαράκη στην προεδρία της ΟΝΝΕΔ - νομίζω ότι ο τύπος ντοράκια ήταν συνηθέστερος.
Άκου να δεις, ε... έπαθα μόρφωση πάλι... εγώ τη λέξη πρώτη φορά την είχα δει εδώ στο σάιτ -> μπίθρος.
Αναρωτιέμαι αν η σημασία του ορισμού κολλάει με τον ήρωα του Λουντέμη (τον οποίον δεν είχα την τιμή). Χότζαμ;
Καλησπέρα σας. Αγαπητέ βίκαρ, μια παρατήρηση, πολύ φιλικά. Η διατύπωση (η καφρίλα) αναφέρεται στην ιδιαίτερη οσμή ιδρώτα του μαύρου δέρματος δεν είναι ουδέτερη. Είναι ρατσιστική από χέρι. Αν ή όχι υπάρχει τέτοια οσμή, είναι φυσικά, κάτι αμφισβητούμενο. Αλλά, στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο χρήστης την θεωρεί δεδομένη - πρόσεξε, σε παρακαλώ, την χρήση του οριστικού άρθρου -> στην. Αυτή η κατασκευασμένη διαφορετικότητα είναι στον σκληρό πυρήνα των ρατσιστικών ιδεολογιών και, άλλωστε, πουθενά στο παραλήρημα που ακολουθεί δεν αποπειράται ο χρήστης να ανασκευάσει - αντιθέτως, υπογραμμίζει την άποψη του ότι οι μαύροι (και οι μαύρες) μυρίζουν αλλιώς, λέει ότι έχει ιδίαν πείρα, λέει και κάτι για αδένες - α, ναι, είπε και ότι δεν είναι ρατσιστής και έχει ή είχε φίλους μαύρους. Εντάξει, όλα αυτά τα είχε προβλέψει ο Ντιοντονέ Γκρανμπίτ. Αλλά, πέρα από πλάκα, αν αυτά δεν είναι ρατσιστικά, οι λέξεις χάνουν το νόημα τους. Ή μήπως και το κλασικό εγγλέζικο καλαμπούρι Greece = Grease συν ότι όλοι οι Έλληνες έχουν λιγδωμένα μαλλιά (και είναι κοντοί, μαυριδεροί και πηδάν προβατίνες -> short, swarthy sheep-shaggers, δια το πιστόν), μήπως κι αυτά δεν είναι ρατσιστικά;
Τώρα, σε ό,τι αφορά την καταγραφή ρατσιστικών όρων στο λεξικό και στα περί ωριμότητας και πολιτικής ορθότητας. Η δική μου άποψη, την έχω πει κι αλλού, είναι ότι ασφαλώς και λέξεις σαν κι αυτή πρέπει να καταγράφονται εφ'όσον λέγονται. Το ξέρω πολύ καλά ότι πολλοί ελληνόφωνοι πιστεύουν ότι οι μαύροι έχουν ιδιαίτερη μυρωδιά. Δεν ξέρω πόσο διαδεδομένη είναι η χρήση της λέξης καφρίλα σχετικά - συνήθως λένε απλώς «οι αράπηδες βρωμάνε». Αλλά, στο βαθμό που η καφρίλα λέγεται με αυτή τη σημασία, είπαμε, ασφαλώς και πρέπει να καταγραφεί. Προσωπική μου γνώμη, αγαπητέ βίκαρ, είναι ότι δεν χρειάζεται καν ο χρήστης να αφήσει να φανεί οτι ο ίδιος διαφωνεί με τη σημασία που ορίζει. Αρκεί να δείξει ότι δεν την συμμερίζεται. Πώς γίνεται αυτό; Πολύ απλά και χωρίς πολλά λόγια, π.χ. στο συγκεκριμένο: όχι αναφέρεται στην ιδιαίτερη οσμή ιδρώτα του μαύρου δέρματος αλλά αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη οσμή ιδρώτα που κάποιοι λένε ότι αναδύει το μαύρο δέρμα. Αν τόγραφε έτσι, κανείς μας δεν θα ήξερε αν αυτούς τους κάποιους ο χρήστης τους θεωρεί μουνόπανα ή μερακλαντάν τύπους. And that would have been fine. Δεν απαιτώ πολιτική ορθότητα, δεν απαιτώ να συμφωνήσει κανείς μαζί μου αλλά και δεν ανέχομαι την ρατσιστική προπαγάνδα.
Βεβαίως, με δεδομένο ότι ο συγκεκριμένος χρήστης χειρίζεται εξαιρετικά άσχημα τη γλώσσα, θα μπορούσε κανείς να είναι επιεικής και να πει ότι δεν το εννοούσε ρατσιστικά και είναι ακόμη ένα γλωσσικό ατόπημα από τα πολλά που διαπράττει. Δεν νομίζω, όμως. Ο συγκεκριμένος έχει βεβαρυμένο παρελθόν συν είναι και αυτά που έγραψε στη συνέχεια. Όχι μόνον για τους μαύρους - πρόσεξε και τη χρήση, εν τη ρύμη του λόγου, και της λέξης αλαδοτοι (sic).
Αυτά προς τον αγαπητό βίκαρ. Για άλλους, επιφυλάσσομαι.
Είναι, νομίζω, αγγλισμός ή, ακριβέστερα, αγγλιά. Στα αγγλικά το Never! ακριβώς δηλώνει έκπληξη. Προκύπτει δε ως εξής: Never! < I, never! < I would never! < I would never have thought it! Όλα λέγονται, δλδ και το Never! και το I, never! και ούτω καθεξής. Είναι παλιά έκφραση, τουλάχιστον 18ος αιώνας, και πλέον χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά, άμα θέλουμε να το παίξουμε θείτσες που και καλά σοκάρονται.
@ ο αυτοκτονημένος
... βέβαια, το συγκεκριμένο μπορούμε να το λέμε και γκαβλιτσέκι άμα γουστάρουμε, καθότι ακριβέστερο - από κάθε απόψη - και για να μας καταλάβει και ο πάσα ένας άμα λάχει ναούμ
Μ'αρέσει πάντως ρε χαλικού ότι τα χώνεις στους πολιτικούς (όχι ότι διαφωνώ) και δε λες κουβέντα για τον παπάρα τον δημοσιογράφο που έκανε το ρεπορτάζ (και καλά) - που α) θεώρήσε ότι έχει κάτι να γράψει και β) που το έγραψε και μπιουτιφούλ, με το γνωστό κριτικό πνεύμα κλπ κλπ...
Κώλος... αυτός ο άγνωστος...
Δες και το λήμμα ντορός
Εικάζω ότι στη φράση ένα κλικ αριστερά η αναφορά είναι στους διακόπτες και την μετακίνηση από τη μια θέση στην επόμενη.
Όχι, ρε... προς θεού!
Τι αποχρώσεις ακούω... εν συντομία
Στην κατανόηση αυτών των νοηματικών αποχρώσεων παίζει βέβαια τεράστιο ρόλο και πώς το λες, ποιές λέξεις τονίζεις, πού τραβάς τη φωνή, πού τη ρίχνεις κλπ.
Βεβαίως, ΜΧΣ. Και δες και ότι συνδυάζονται κιόλας για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση, π.χ.
Δεν μ' αρέσουν τα φασόλια σε λέω αφού.
Απολύτως αποδεκτή πρόταση.
Σύγκρινε δε και τα εξής:
Όλα λέγονται και όλα έχουν λεπτές νοηματικές διαφορές.
Ως επαγγελματίας Σαλονικιός, ας κάνω μια-δυο παρατηρήσεις.
Η σύνταξη με το αφού στο τέλος είναι συνηθέστατη επάνω. Μπορεί να ακούγεται στους κάτω μερακλήδικη ή ό,τι άλλο αλλά είναι απολύτως νορμάλ. Πεντάχρονα παιδιά το λένε, προφανώς δεν τα διορθώνει κανείς και συνεχίζουν δια βίου. Υπήρχε δε ανέκαθεν, όσο ξέρω.
Το αφού, γενικά, είναι σύνδεσμος χρονικός (δεν μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εν προκειμένω) και αιτιολογικός. Αυτό ισχύει και στη Θεσσαλονίκη/Β. Ελλάδα. Δλδ, το ξέρουμε το αιτιολογικό αφού και το χρησιμοποιούμε όπως οι λοιποί Ελληνόφωνοι. Π.χ.
- Δεν θα φας, καλέ, τα φασόλια σου;
- Αφού δεν μ' αρέσουν τα φασόλια (=όχι, διότι δεν μ' αρέσουν τα φασόλια)
Η αιτιολόγηση εδώ έχει, βέβαια, κι ένα στοιχείο κόντρας (=μα, δεν μ' αρέσουν τα φασόλια). Αυτό το φλερτ του αφού με τους αντιθετικούς συνδέσμους είναι που του δίνει και την ιδιαιτερότητά του μεταξύ των αιτιολογικών.
- Δεν θα φας, καλέ, τα φασόλια σου;
- Δεν μ' αρέσουν τα φασόλια αφού (=όχι, δεν μ' αρέσουν τα φασόλια και σου τόχω πει χιλιάδες φορές και πραγματικά απορώ γιατί μπαίνεις στον κόπο να τα μαγειρεύεις ακόμα)
- Δεν θα φας, καλέ, τα φασόλια σου;
- Αφού δεν μ' αρέσουν τα φασόλια αφού (=όχι, διότι δεν μ' αρέσουν τα φασόλια και γίνεται να μη μου σκοτίζεις τ' αρχίδια;)
Κι αν νομίζετε ότι είναι τραβηγμένο αυτό, δείτε και το εξής παράδειγμα - η απάντηση δίνεται με ισχυρή δόση αγανάκτησης:
- Καλά, δεν σου έφερε τα λεφτά;
- Ποιά λεφτά, ρε; Αφού είναι μαλάκας αφού.
Άλλη φορά θα πούμε και για το για - που, ωστόσο, είναι μάλλον Πολίτικο παρά Σαλονικιό.
Πολύ καλά έκανες και τα ανέβασες.
Δυο παρατηρήσεις σε επί μέρους λέξεις.
Στα χαλκιδικιώτικα, ο στόμας μου ήταν ο στάνταρ τύπος μέχρι, θα έλεγα, τα μέσα της δεκαετίας του '70 που πήραν όλα τα χωριά ρεύμα - και τηλεόραση. Ο αίμας δεν το έχω ακούσει εκεί.
Το καρτάλι, με την έννοια του καλαθιού, έχει καταγραφεί στην livepedia (δες εδώ) και επίσης βρήκα και το εξής παράδειγμα:
Τη Δευτέρα του Πάσχα, λοιπόν, γυρίζουν στα Μέγαρα ομάδες νέων που στήνουν χορό τραγουδώντας τα Ρουσάλια και ο πρώτος της ομάδας κρατά με το δεξί του χέρι ένα λουλουδένιο σταυρό πάνω σε ιστό που στο κάτω μέρος του κρέμεται ένα μεταξωτό μαντήλι (καλαμάτα). Ο τελευταίος του κύκλου κρατά ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια το ‘καρτάλι’ όπου οι νοικοκυρές του βάζουν τα κόκκινα αυγά, χρήματα, κουλούρια. Είναι ο λεγόμενος ‘σαχανατάρης’, ο ταμίας της ομάδας.
Είναι από εδώ.
[I]« '- Αγαπητέ, κι επάνω που λέγαμε για σένα' είπε ο Ντιοντονέ μ' εκείνη τη χαρακτηριστική βαθειά μακρόσυρτη φωνή που πρόδιδε την ήρεμη δύναμη που 'κρυβε μέσα του. 'Μιλούσαμε' συνέχισε 'εδώ με τον φέρελπι αυτό νέο για τους... τέλος πάντων, για τους λευκούς, και τούλεγα ότι για τις γυναίκες τους μια μέρα θα του εξηγήσω εγώ - τα γούστα τους, τα χούγια τους, τις μυρωδιές τους... αλλά για τους άντρες καλύτερα να ρωτήσει κάποιον που να ξέρει από πρώτο χέρι... Και ποιός θάταν καλύτερος γι'αυτό από τον φίλο μου τον Πιέρ...'
Ο Ντιοντονέ άφησε το όνομα να αιωρείται και μετά από λίγο - πέντε δευτερόλεπτα, δέκα; - ρώτησε:
'- Αλήθεια, αγαπητέ, τι κάνει ο...;;;'»[/I]
Από την βιογραφία του Ντιοντονέ Γκρανμπίτ «Το Δώρο του Θεού» (2005)
[I]«... του έριξε μια πλάγια ματιά και, μετά από μια ανεπαίσθητη παύση, συνέχισε να μιλάει - χαμηλόφωνα μεν αλλά και αρκετά δυνατά ώστε ο Πιερ, που εντωμεταξύ είχε ξανακάτσει στη θέση του, να μπορούσε ν'ακούσει, αν ήθελε επί τούτου να στήσει αυτί.
'- ... έτσι που λες, κοτόπουλο... που δεν είναι και παράξενο αν σκεφτείς πώς είναι το δέρμα τους, έτσι ροζ παλ και μπιμπικιασμένο. Αυτά, βέβαια, κυρίως για τους άντρες. Οι γυναίκες τους μυρίζουν ψάρι πιο πολύ, τόννο, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, χαλασμένο τόννο, εννοείται, όμως αυτή είναι άλλη ιστορία. Και άλλο ήθελα να πω...'
Οι κουβέντες γύρω γύρω είχαν καταλαγιάσει και ήξερα ότι όλοι, και πρώτος ο Πιερ, προσπαθούσαν ν' ακούσουν. Ο Ντιοντονέ συνέχισε να τους αγνοεί αλλά και να τους προκαλεί συγχρόνως με αυτόν το δυνατό ψίθυρο και, με το βλέμμα πάντα στραμμένο σε μένα, εξακολούθησε:
'- ... ναι, και μετά απ' όλα αυτά, έχουν το θράσος να λένε ότι μυρίζουμε εμείς. Είμαι, που λες, μια φορά στο ξενοδοχείο στο μπαρ, μόλις έχω κάνει μπάνιο και περιμένω να κατεβούνε και οι άλλοι για να βγούμε, οπότε με πλησιάζει τύπος, πενήντα, πενηνταπέντε, φουλάρι και σκαρπίνι, 'επιτρέπετε;' μου λέει 'ευχαρίστως' του λέω, 'να σας κεράσω κάτι; όχι, ευχαριστώ', σιωπή ενός λεπτού, 'πολύ ωραίο το αφτερ-σέιβ σας' μου λέει απ' το πουθενά, 'καλωσύνη σας' του λέω, 'αλλά, γιατί το φοράτε;' μου λέει, τι να του πω κι εγώ 'ε, λένε ότι ηρεμεί το δέρμα μετά το ξύρισμα' του λέω, 'ναι αλλά σκεπάζει αυτή τη θεσπέσια τη φυσική σας μυρωδιά και είναι κρίμα' 'την ποιά;' του κάνω 'έλάτε τώρα' μου κάνει 'αυτή τη μυρωδιά που έχετε εσείς, είναι τόσο ερεθιστική...' 'ποιοί εμείς;' του λέω 'ε, ξέρετε, εσείς, οι μελαμψοί... τα παιδιά της Μαύρης Ηπείρου... και ξέρω τι θα μου πείτε αλλά εγώ δεν είμαι καθόλου, μα καθόλου ρατσιστής... μερικοί από τους καλύτερους φίλους μου είναι μαύροι, ο Πιερ, ας πούμε, που ξέρω ότι είναι και δικός σας φίλος...'
Ο Πιερ δεν άντεξε άλλο.
'- Ε, Γκραν-Μπιτ» φώναξε, χωρίζοντας επιδεικτικά τις συλλαβές όπως ήταν το συνήθειο του «τι παραμύθια λες πάλι στα νέα τα παιδιά;'
Ο Ντιοντονέ μου 'σπασε ένα λοξό χαμόγελο και γύρισε αργά το βλέμμα προς τη μεριά του Πιερ...»[/I]
Από την βιογραφία του Ντιοντονέ Γκρανμπίτ «Το Δώρο του Θεού» (2005)
[I]«... αυτό που δεν έχω καταλάβει τόσα χρόνια είναι γιατί νομίζουν ότι είναι άσπροι» είπε ο Πιέρ «λευκοί, πώς το λένε τέλος πάντων; Μπεζ εντάξει» συνέχισε «ροζ, ναι, αλλά άσπροι; Με την καμία. Άσπρο είναι το χαρτί, άσπρο είναι το χιόνι...
Ο Ντιοντονέ, που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε μιλήσει, έσκυψε προς το μέρος μου και, ακουμπώντας με το δείχτη του δεξιού του χεριού το πλάι της μύτης του, μου είπε χαμηλόφωνα με ύφος μάλλον συνωμοτικό αλλά και χωρίς να φαίνεται να τον νοιάζει και πάρα πολύ ποιός θα τον ακούσει:
- Αυτό που δεν έχω καταλάβει εγώ είναι πώς ο φίλος σου ο Πιέρ εξακολουθεί να πηγαίνει μαζί τους. Αυτή η μυρωδιά δεν τον ενοχλεί; Όσο κι αν πλυθούν, όσες κολώνιες κι αν βάλουν, πάλι ξυνισμένο κοτόπουλο βρωμάνε ...
Το αυτί του Πιέρ κάτι πρέπει νάπιασε κι έκανε να σηκωθεί. Ο Ντιοντονέ ...»[/I]
Από την βιογραφία του Ντιοντονέ Γκρανμπίτ «Το Δώρο του Θεού» (2005)
Να θέσω προς συζήτηση ένα θέμα τεχνικής φύσεως, ας πούμε, σχετικά με τα συγκεντρωτικά λήμματα, δλδ αυτά που περιέχουν πολλούς ορισμούς της ίδιας λέξης, ειδικά αν οι σημασίες είναι πολύ διαφορετικές.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως θα ήταν πιο χρηστικό ο κάθε ορισμός να ανεβαίνει χωριστά. Βέβαια, στα κλασικά λεξικά όλοι οι ορισμοί μπαίνουν κάτω από το ίδιο λήμμα αλλά λέω μήπως στο ίντερνετ το πράμα παίζει αλλιώς δεδομένου ότι κανείς δεν ψάχνει αλφαβητικά αλλά με keywords και το keyword μπορεί να είναι το λήμμα αλλά μπορεί να είναι και το context, μια λέξη στον ορισμό κ.ο.κ. Νομίζω ότι προσωπικά ως ψάχνων χρήστης θα προτιμούσα η αναζήτηση να μου έβγαζε το πιο ειδικό που ψάχνω. Δεν είμαι σίγουρος αλλά έτσι μου φαίνεται.
btw, το συγκεκριμένο λήμμα είναι μια χαρά. απλώς το σκέφτομαι εδώ και καιρό αυτό με τα συγκεντρωτικά και θα μπορούσα να το είχα πει και σε πολλά άλλα λήμματα αλλά έτυχε εδώ.
Τοπ μήδια - και τα δύο.
Τοπ!
Δεν την ήξερα τη λέξη, βέβαια. Όσο τη λες, τόσο πιο ωραία ακούγεται.
Άξιος Πάνος 62! Το έχω στο πρόχειρο από 22/06/09, θα το κλωσσήσω λίγο ακόμα... :-)
Είναι όντως παλιά έκφραση. Εγώ το ξέρω όχι μόνο με την έννοια του πολύ καλού αλλά και του ιδιαίτερα έμπειρου, του ψημένου, αυτού που τάχει δει όλα και δε μασάει - και γι' αυτό είναι πολύ καλός. Και νομίζω ότι το πράμα πάει ότι τη μάνα σου, ειδικά αν είναι και ταλαιπωρημένη, δεν μπορείς να την κοροϊδέψεις με τπτ.
Είναι επίσης πολύ νορμάλ και εις τας Μυτιλήνας, νο;
Παίζει επίσης και μπορέλι και αν είναι δυνατέλι.
@ aias.ath
Συγνώμη, ίσως έχω παρανοήσει κάτι αλλά όταν λες πολλὲς φορὲς ὅμως βλέπουμε νὰ ἀνακατεύεται [με τον μπαστουνόβλαχο ή το μπαστούνι;] παρετυμολογικὰ (ἢ ἀκόμη καὶ σουρεαλιστικά) μιὰ ἐπὶ πλέον συναφὴς ἢ σχεδόν συναφὴς ἔννοια, ἐν προκειμένῳ ὁ στοῦρνος δεν προϋποθέτει αυτό ότι έχεις υπόψη σου και τις δυο λέξεις;
Στον Καραγκιόζη που κυκλοφορούσε στα δισκάκια των 45, αν τα άκουγες, όταν ο επώνυμος ήρως απευθυνόταν στον Μπαρμπα-Γιώργο, άκουγες μπαστουνόβλαχε ή μπαστουρνόβλαχε;
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω κάποια ιδιαίτερη προτίμηση για τον μπαστουνόβλαχο (χωρίς το ρ). Απλώς επεσήμανα ότι ο τύπος με το -ρ είναι μάλλον σπανιότερος και μάλλον εκ παραφθοράς, ήγουν derivative.