Και φυσικά το λήμμα είναι διαφορετικό από το πετάω (ή βγάζω) τα μάτια (έξω).
Το «κυριολεκτικά» στην τελευταία σειρά του ορισμού, χρησιμοποιείται ως ακυρολογία.
και η αμερικλανιά του Mr Perfect.
Από την ιστορία είναι γνωστός ένας Τούρκος των Ιωαννίνων που οι ραγιάδες τον είχαν βγάλει «Κουραδόμπεη» επειδή ζητούσε συνεχώς φόρους.
Ο κιμάς παρασκευάζεται ενώπιον του Πιλάτου.
Επίσης, ο Αμερικανός λέει «Ο πρώτος είναι τα πάντα και ο δεύτερος τίποτε.»
Kαι μερικοί φρέσκοι, ελληνικοί τίτλοι:
«Ξανθιές βιτσιόζες έφοροι»,
«Η σαραντάρα κι ο Πολεοδόμος»,
«Σκύψε στην εφεδρεία» ,
«Οι άτακτες του Μητρώου»,
« Πρω(κ)τοκόλλησε το»,
«Το παλαμάρι του σκουπιδιάρη«
Μπράβο (α)πάτσι.
Αν θυμάμαι καλά, κυκλοφορούσαν και με κουκούλα με γούνα στο γείσο, σε στυλ εσκιμώου.
Φλάι φορούσανε και οι Αρειανοί στο Χαριλάου και μάλιστα κάποτε θελήσανε να μπάσουνε και το πορτοκαλί της φόδρας τους ως επίσημο χρώμα στη στολή της αγαπημένης τους ομάδας.
Σήμερα, οι κάγκουροι των γηπέδων έχουν αντικαταστήσει τα φλάι με κάτι άχρωμες και στυλιστικά ανύπαρκτες ισοθερμικές φανέλες: Στο ματς Γιούβε - Ίντερ πέρσι το χειμώνα, συνάντησα έναν έλληνα που φορούσε 6, τη μία πάνω από την άλλη, προκειμένου να κάμψει το τσόκρυο που επικρατούσε στους πρόποδες των Άλπεων.
Στός. Το χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Τζίζας. Το σχετικό μήδι υπάρχει στο λήμμα πώς γένιν αυτό;, όπου όμως το ίζολ απομαγνητοφωνήθηκε ως «αήζω».
:)
άθελά του, κιόλας
Επίσης, και μερικά δήθεν ισχυρά κρατίδια της Ευρώπης έχουν κάνει τά αίσχη: π.χ. ο Βέλγος, έχει αιματοκυλίσει το Κογκό προκειμένου να μαζέψει όλο το διαμάντι από το υπέδαφός του και να το παίζουν οι Λεοπόλδοι του μούρες.
Φχαριστώ για τη θερμή υποδοχή του λήμματος, Βίκα.
Θυμήθηκα άλλο ένα παράδειγμα: Όπως μου είπε πρόσφατα γνωστός γνωστού, «Στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας κάθε πολυεθνικής εταιρίας-κολοσσού, δεν βρίσκεται ο Εβραίος, αλλά ο Αγγλοσάξωνας». Να είναι άραγε αλήθεια;
- Θα πλέξουμε κοτσίδες.
Είναι γείωση στην ερώτηση «Και τί θα κάνουμε για να περάσει η ώρα;»
Άλλη γείωση στην ίδια ερώτηση είναι «Θα πάρουμε τον Τσάκωνα να μας πει ανέκδοτα.»
Σαβανωτής είναι ειδικότητα εργαζομένου σε Νοσοκομεία. Συνήθως είναι κλάδου ΥΕ και, όταν είναι προχωρημένης ηλικίας, διακρίνονται για το ανέκφραστο, βαθιά ρυτιδιασμένο πρόσωπό τους, το μυώδες-υπερτροφικό άνω ήμισυ του σώματός τους (η ανθρώπινη σωρός είναι βαρύ πράγμα) και τα ανασκουμπωμένα μανίκια της λευκής ποδιάς που συνήθως φορούν κατάσαρκα το καλοκαίρι, χωρίς καν φανελάκι.
Το σαβανωτήριο πάλι, βρίσκεται συνήθως στα έγκατα του Νοσοκομείου, μακριά από την κοινή θέα και προσβασιμότητα, και χαρακτηρίζεται από χαμηλή θερμοκρασία και σκοπίμως ελλιπή φωτισμό.
Ο Άγγλος έχει μια αντίστοιχη παπαριά με τα uncountable nouns, δλδ ουσιαστικά που δεν επιδέχονται πληθυντικού, π.χ. λένε μόνο sugar (=ζάχαρη) και όχι sugars (ζάχαρες). Εδώ μιλάμε για ουσιαστικά που έχουν πληθυντικό, π.χ. (παρ. 1) ψάρι-ψάρια.
Το λήμμα, σαν λήμμα, καραείναι σλανγκ - απλά, έχει ένα κουσούρι: δεν είναι ελληνικό.
Κοίτα να δεις που θα τη γλιτώσει, εκεί που ήταν ξεγραμμένο.
Άγνωστο ως τώρα στο ευρύ κοινό, ίσως με την ανάρτηση εδώ καταφέρει να κερδίσει μερικούς οπαδούς. (Και) γι΄αυτό άλλωστε δεν υπάρχει το σάη;
Κάθε άλλο. Βλέπεις γήπεδο.
Στο «Τhis is football» που έπαιζα κάποτε στο PS2, όταν άλλαζα παιχνίδι με μακρινή παράλληλη πάσα στην άλλη άκρη, ο σπήκερ περιέγραφε «hits the ball square...»
Παίρνουμε ισοηλεκτρική, φωνάζουμε τους σαβανωτές και ειδοποιούμε τους συγγενείς.
Όταν κάποιος ταυτόχρονα με τη μούντζα στα μούτρα του αναφωνεί και «να!», τότε έχουμε φέις να-παλμ.
στο καινούριο (χωρίς -γ-) όταν λες;
Πάντως, υπάρχουν τα επώνυμα Κασβίκης και Κασφίκης.