Βασικά θα ήταν πολύ καλό αυτά που γράψατε να τα ενσωματώσετε πχ στα μπούλετς του ορισμού, χωρίς να σβήσετε τα σχόλια. Επεμβείτε ελεύθερα.
Μπατ οφκορς για το get outta here, μου διέφευγε κεινη την ώρα. Επίσης το "χέσε με",
Πολύ ενδιαφέρον. Γιατί να λέγεται έτσι; Βλ. και ξετσουπίζω, ξετσουτσουνεύω, ξετζανώνω, και λιγάκι και το εμαγκεψάμην
προφ, συνήθως προέτρεπαν ένα πολύ μικρό παιδάκι να προκαλέσει, κάνοντας το λείξη, μεγαλύτερο παιδάκι που θα ζήλευε μεν αλλά δεν θα παρεκτρεπόταν ή δε πληγωνόταν ιδιαίτερα και προφάνουσλυ μετά από το σχετικό καλαμπούρι με το μικρό παιδάκι που έκανε το μεγαλύτερο να ζηλέψει, έδιναν και στο μεγαλύτερο από τη λιχουδιά. Χωρίς όμως επίβλεψη ενήλικα τα παιδάκια που είχαν μάθει το κόλπο έκαναν το λείξη το ένα στο άλλο ασύστολα και αφορολόγητα με αποτέλεσμα να τσακώνονται.
Στην Κρήτη λέ(γα)νε το εξής στα μικρά παιδάκια: "κάνε (του) το λέιξη", δηλαδή, κάν' τον να ζηλέψει με τη λιχουδιά που σου έδωσα, και τα προέτρεπαν να κάνουν το ένα στο άλλο μια χειρονομία με το δείκτη του ενός χεριού να "βιδώνει" στην παλάμη του άλλου χεριού (όπως στο "ζήλεια-ψώρα"). Ακούγεται αντιπαιδαγωγικό, αλλά ίσως με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να μάθουν στα παιδάκια να εκτιμούν αυτό που τους είχε δωθεί ως κάτι εκλεκτό - προκαλώντας, δηλαδή, μια αντίδραση ζήλειας από το άλλο παιδί! Επίσης, επειδή ήταν κοροϊδευτική χειρονομία, τα παιδάκια καμιά φορά μυξοκλαίγανε επειδής κάποιο άλλο τους έκανε το λείξη, δηλαδή, έπαιζε με τον πόνο τους που δεν είχαν αυτό που εκείνο είχε και δεν το μοιραζόταν.
χιπστραβωθηκαμε με τόσο κοίταγμα!
Πάντως και στην Κρήτη λέγεται, με διάφορα, π.χ. έτσα πράμα = τέτοιο πράγμα, έτσα δουλειά = τέτοια δουλειά κ.λπ.
Μπαρδόν; Στο δικό μου χωριό πάντως libertarian anarchist, ελευθεριακός αναρχικός, σε καμία περίπτωση δε σημαίνει αναρχο-καπιταλιστής, γιατί εδώ που τα λέμε ελευθεριακός αναρχικός δε σημαίνει μάλλον τίποτα, είναι πλεονασμός - ενώ το ελευθεριακός κομμουνιστής οκ, χρησιμοποιείται. Το αριστεροφιλελές όπως το δίνεις στα παραδείγματα μάλλον προς αυτό που λένε οι αγγλοσάξονες liberal πάει. Γιατί παρακαλώ τόση σύγχυση;
Πάρα πολύ καλό. Θυμάμαι τον Καλυβάτση στο Κομφούζιο να κάνει τον Γάλλο εντομολόγο (;) Ζαν Πιερ Ντε Κουμπερτέν ο οποίος με πάθος μιλούσε για την πράσινη κάμπια του βουνού. Βλ ΒΙΝΤΕΟ δυστυχώς δεν είναι όλο το σκετς στο οποίο γίνεται αναφορά.
Με χαρά βλέπω ότι υπάρχει πανηγυρική οικειοποίηση του όρου από κάτι ΦΛΩΡΟΥΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ.
Χχααχα, ένα βιβλίο γροθιά! (ωραίο λόγκο πάντως η εταιρεία)
Γκάβλα ε; Μυθομηχανία, θα έλεγα! και μετά μας λες ότι δεν υπάρχει εναλλακτική ;-)
Αστοδιαολοκτήνος, θα με κάνεις ακόμα κι εμένα να βγω οφ τοπικ (εδώ γελάνε). ΄Άκου λοιπόν, για να μιλάμε σωστά σανκρητικά, στην Κρήτη το πρέπει που δηλώνει ισχυρή πιθανότητα ή συμπέρασμα συντάσσεται ως εξής: α) πρέπει + πώς + ρήμα σε κάθε χρόνο της οριστικής είναι οκ. Π.χ. αυτός πρέπει πως έφαγε, γι΄αυτό δεν πεινά = αυτός πρέπει να έφαγε, γι' αυτό πεινάει. Αλλα η άρνηση έχει διαφορετικές επιπλοκές από τα επίσημα ελληνέζικα, στα οποία είναι μάλλον σόλοικο να πεις π.χ. αυτός πρέπει να μην έφαγε, γι' αυτό πεινάει και είναι καλύτερα να πεις: αυτός δεν πρέπει να έφαγε, γι' αυτό πεινάει. Στα κρητικά θα πεις: αυτός πρέπει πώς δεν έφα(γ)ε, γι΄αυτό πεινά.. Λάθος, αλλά εν τη ρύμη συχνό, είναι το: αυτός δεν πρέπει πως έφαγε, γι' αυτό πεινά. (β) επίσης, άλλη οκ σύνταξη είναι η εξής: πρέπει + ρήμα, πάλι σε όλους τους χρόνους της οριστικής (χωρίς ούτε να, ούτε πως), τόσο κατάφαση όσο και άρνηση, π.χ.: αυτός πρέπει έφαε, γι' αυτό δεν πεινά, και αυτός πρέπει δεν έφαε, γι' αυτό πεινά. (γ) υπάρχει και σύνταξη πρέπει (+ πως) + θα + αόριστος (ή παρατατικός ή υπερσυντέλικος), που δηλώνει λιγότερη βεβαιότητα, πιο "μαλακή" σύνταξη, για να φανερώσει επιφύλαξη, προσοχή, ότι το θέμα είναι ευαίσθητο κ.τ.ο., π.χ.: αυτός πρέπει πως θα 'φαε (ή *θά' χε(νε) φάει ή θα ήτονε φαγωμένος), γι' αυτό δεν πεινά*.
Αλλά τείνει να επικρατήσει η σύνταξη με το να.
ωραία!
Ιιιιιιι!!!!!
ας έμπει, κολνάει.
ωραία σχόλια ναούμ'
Αναφορά από Νίκο Σαραντάκο σε ποστ για τη λέξη μελαγχολία, ότι:
Στην τουρκική γλώσσα, [η λέξη μελαγχολία] πέρασε δυο φορές από διαφορετικές οδούς: ο νεότερος όρος είναι melankoli, μέσω των γαλλικών, και ο παλαιότερος malihulya, από τα αραβικά-περσικά, με σημασία «μελαγχολία» αλλά και «επιθυμία, καπρίτσιο». Ενδιαφέρον είναι ότι στην κρητική διάλεκτο υπάρχει πολύ ζωντανή η λέξη «μαλιχουλές», ή «μαλικουλές», που σημαίνει αναστάτωση, φασαρία, και είναι δάνειο από τα τουρκικά — δηλαδή αντιδάνειο.
Θενξ, μπέτα, κάπως έτσι που τα λες πρέπει να είναι, και όσο μικροαστόπαιδο κι αν είσαι, πιο καλά θα τα ξέρεις από μένα που (ως Χανιώτης) κάνω διαπολιτισμική διαμεσολάβηση - emoticon τοπικισμού εδώ παρακαλώ.
Γεια σου παρασυντάκτη, τεράστια συζήτηση για το αν παραπλήσια με τούτονα το λήμμα σου λήμματα είναι σλανγκ -> εδώ, εγώ είχα υπεραπιστεί την σλανγκικότητά τους. Σόρρυ για την σλανγιστοριογραφική και προσωπική αυτοαναφορικότητα: Εκμεταλλεύομαι το γεγονός ότι ανέβασες το λήμμα για να στηρίξω τη θέση μου, επικαλούμενος το ότι υπάρχει ένας τουλάστιχον ακόμα σλάνγκος - εσύ - με παρόμοιο με το δικό μου σλανκικό αισθητήριο πάνω στο καίριο αυτό για την ενότητα της αριστεράς επίδικο.
Α ρε Χότζα, το μπινελίκι ως συνεκτικόμετρο, πες το ψέματα! (ψέματα το λέω).