Γειά σου ρε βιβίτσα...
Δέν υπάρχει κωλοφαρδία, υπάρχουν μόνο κωλόφαρδοι.
Το πρώτο ή το δεύτερο;... :-Ρ
Όπα! Ο χαλικούτης στη θέση του χαλικούτη;... :-)
Όχ, όντως!... Δέν τό 'πιασα. Έχει καθιερωθεί λές παραπάνω απ' όσο θά 'θελα;... :-Ρ
Γιά μια στιγμή, αβγολογώ είναι το ρήμα ή κάπως αλλιώς (πιχί, αβγουλώνω, αβγουλάω, ...); Το λέω γιατί στο παράδειγμα θα περίμενα νά 'λεγε αβγολόησα/αβγολόγησα και όχι αβγούλωξα.
Μου θύμισε πάντως το ακτινίδιο ένα πεζό του Ιωάννου, «Οι κότες»...
Για ν' αποφύγω παρεξηγήσεις, να πώ ακόμη οτι, εννοείται εννοείτεται, δέν βλέπω στο σάιτ μόνον την εργαλειακή του πλευρά, αλλα σίγουρα αυτή είναι πιό απλό και αποτελεσματικό να τη συζητάμε. Κάτι σάν τα μετρήσιμα που λέγαμε όταν κουβεντιάζαμε πάνω στα μπούτια της Μαρίας.
Σωστός ο αλίβ (και με αξεπέραστο πράγματι παράδειγμα :-Ρ), να πούμε ωστόσο οτι η φράση δέν είναι και πολύ παγιωμένη. Μπορούμε αντί για «στάσου, σκατά» να πούμε ένα σωρό άλλα πράγματα (με την ίδια ακριβώς σημασία): «όπα, μαλακία», «όχ, σκατά», «χμμ, λάθος», «φτού, γκάφα», και τέτοια στο ίδιο μοτίβο.
Τελικά, το λήμμα θα έπρεπε να αφορά σαφέστερα στο μοτίβο (που ακολουθεί ίσως το σχήμα επιφώνημα + βρισιά/συνώνυμο του «λάθος») και όχι στην φράση καθαυτή --θ' ανήκε λοιπόν ίσως σ' αυτά τα περιληπτικά λήμματα-μή λήμματα, για τα οποία λέμε ίσως κάποτε να κάνουμε ειδική κατηγορία ή σελίδα, ίδωμεν.
Τό 'λεγα για πλάκα κάποτε, αλλ' αρχίζω να το νιώθω και στα σοβαρά τελευταία: όποτε λείπω, γίνονται ωραίες κουβέντες... Θ' αρχίσω πραγματικά ν' ανησυχώ, όταν αρχίσω να λαβαίνω απειλητικά ημέιλ του τύπου «μή τολμήσεις και μπείς σλάνγκ τζι άρ, έχουμε ωραία συζήτηση τώρα». :-Δ
Είναι αρκετά αυτά που θά 'θελα να σχολιάσω στα επάνω, αλλα θα περιοριστώ στα σημαντικότερα για 'μένα (μόνο και μόνο λόγω πίεσης χρόνου).
Καταρχήν, το σχόλιο του τζόνμπλάκ περι ισορρόπησης ανάμεσα σε δυό λίγο πολύ αμοιβαία ξένους κόσμους είναι πολύ καίριο. Ίσως το γεγονός οτι στη σημερινή μας δυτική κοινωνία, που τόσο αγαπά την ομογενοποίηση, οι δύο αυτοί κόσμοι δέν απέχουν και τόσο πολύ όσο πρίν πές πενήντα χρόνια, να είναι αυτό ακριβώς που καθιστά το εγχείρημα του σάιτ εφικτό. Ο γιός, η κόρη, ή ξέρω 'γώ το ξαδέρφι του κάγκουρα, του μαστόρου, του καραβανά, του ζάκια, του νυχτόβιου και λοιπά, είναι ακριβώς αυτοί που μπαίνουμε εδωμέσα. Αυτοί είμαστε εμείς και δέν θά 'πρεπε να απαιτούμε να μπαίνουν άλλοι. Τυχαίνει να γουστάρουμε και την γλώσσα, ή το συμμάζεμα, ή την αποδελτίωση, ή όπως θές πές το, αλλα αυτό που μας χαρακτηρίζει όλους είναι η εγγύτητα κάποιες φορές η προσωπική συμμετοχή σ' αυτό που πρίν πενήντα χρόνια θά 'ταν ένα στεγανά κλειστό περιθώριο, ανίκανο για οποιονδήποτε αναστοχασμό.
Και το να πατάμε παράλληλα σε δύο βάρκες, δέν το αρχίσαμε με το σάιτ, έτσι; Το κάναμε ήδη πολύ πρίν να υπάρξει το σάιτ (αλήθεια, ντίκ, σου είπα ποτέ ευχαριστώ;... όχι έ;... καλά, θύμισέ μου απο κοντά...).
Δέν μας θεωρώ πάντως και τίποτα σπουδαίο. Δέν το παίζω μετριόφρονας (είναι άλλωστε τόσο δύσκολο για μένα να το παίζω μετριόφρονας... τί να πρωτοϋποβαθμίσει κανείς στην αφεντιά μου...), αλλα δέν θεωρώ την ισορρόπηση αυτή κάτι το ιδιαίτερα ιδιαίτερο. Σημάδι των καιρών (και του διαδικτύου ασφαλώς). Ίσως όμως και να φταίει οτι ότι έπιανα ποτέ μου ν' ασχοληθώ, οι γύρω μου το θεωρούσαν μαλακία, οπότε συνήθισα... :-)
Πάντως, και σοβαρά τώρα, ενώ εμάς όχι ιδιαίτερα, το σάιτ το θεωρώ σημαντικό. Γιατί; Δέν θα μπώ ούτε τώρα στην κουβέντα περι τί είναι αργκό και τί όχι. (Λέει ο πάτσις πανω, «ρ' εσείς, μήπως πάμε ν' ανακαλύψουμε εκνέου τον τροχό;» και συμφωνώ σ' έναν βαθμό --άν και το πονηρόσκυλο έχει μάλλον δίκιο να διατηρεί τις επιφυλάξεις του.)
Αλλα έχω σαφή άποψη περι του τί είναι καταχωρίσιμο στο σάιτ, και δέν το εννοώ εδώ τόσο γενικά, δηλαδή απο όλους τους χρήστες (αυτό το είπα ήδη αλλού), όσο προσωπικά: οτιδήποτε λέγεται και ακούγεται στα ελληνικά αλλα για διάφορους οικονομικοκοινωνικοπολιτικούς λόγους σνομπάρεται απο τυπικά λεξικά, έχει την θέση του εδωμέσα. Όταν λέω «λέγεται και ακούγεται», δέν εννοώ μόνο τις λέξεις-σημασίες, αλλα και πολύ περισσότερο τους ορισμούς τους, οι οποίοι μέσα εδώ τείνουν να είναι πολύ καταλληλότεροι και κατατοπιστικότεροι απ' ότι οι αντίστοιχοι ορισμοί σ' ένα τυπικό λεξικό.
Ύστερα, επειδή ακριβώς βασικό στοιχείο του σάιτ θεωρώ την πλάκα, έχουν και ένα σωρό άλλα πράματα θέση εδωμέσα, μέσα στα οποία είναι πιχί και τα λεγόμενα αυτοαναφορικά μας.
Αυτά, χοντρικά-χοντρικά. Για παράδειγμα, ο γουτσισμός δίπλα στο γαζί για μένα δέν είναι κανενός είδους ιεροσυλία, είναι απλά το σλάνγκ τζι άρ (ξέρω, πολύ πολιτικαντίστικο μου βγήκι' αυτό). Και θά 'θελα εννοείται να μείνει έτσι --δηλαδή, το σάιτ να συνεχίσει να εξελίσσεται πάνω σ' αυτήν τη βάση, και το «ζήτημα ιεράρχησης» που έθιξε ο τζονμπλάκ να παραμείνει ζήτημα προσωπικό και όχι κάτι με το οποίο θα ήθελε ο ένας χρήστης ή η μία χρήστρια να καπελώσει κάθε άλλον χρήστη. Τζονμπλάκ, έχω κι' εγώ τη δική μου προσωπική ιεράρχηση, η οποία πιθανότατα δέν συμπίπτει με τη δική σου, και σίγουρα όχι με άλλων ατόμων εδωμέσα.
Βασικό μου προσωπικό κριτήριο, να πώ κι' αυτό δημόσια, για το άν κάτι είναι καταχωρίσιμο, είναι άν θα μπορούσε να βοηθήσει έναν ξένο που ασχολιέται σοβαρά με τα ελληνικά, έναν μεταφραστή πές. Πιστέψτε με, αν ήδη δέν το ξέρετε, υπάρχουν και τέτοιοι, οι οποίοι θα ήθελαν ακριβώς στο σάιτ καί τον γουτσισμό αλλα καί το γαζί. Και σίγουρα, και την μπλέ περίοδο (για την οποία, κλασικός ακούλτουρος, δέν είχα φυσικά ιδέα, νά 'σαι καλά ρε πάτσις).
Απο 'κεί και πέρα, αυτά που λέει ο Μπούμπις είναι ασφαλώς πολύ σωστά. Αλλα είναι για το βήμα παραπέρα, να το πούμε έτσι. Και υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για βήματα παραπέρα --πολλά απ' αυτά άλλωστε ήδη γίνονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο απο μεμονωμένους χρήστες.
Λίγα είπα θα γράψω και το γάμησα πάλι. Όχι τίποτ' άλλο, αλλα χάνω κι' αναγνώστες... :-Ρ Καλησπέρα μας.
Κάτσε, αυτό που μόλις έγραψα έρχεται βέβαια σε αντίφαση με τον ορισμό μου επάνω...
Προσπαθώ όντως τώρα να θυμηθώ πώς ακριβώς το παίζαμε συνήθως. Πάντως όχι όπως λέει ο πάτσις. Γιά βοηθήστε...
Όπως το παίζαμε εμείς, όχι. Κληρώνονταν στο ζευγάρι τα άτομα που έπεφταν στην ευθεία του μπουκαλιού: το άτομο που έδειχνε ο πάτος τότε, όφειλε να φιλήσει το άτομο που έδειχνε η μύτη.
Όπως το λές βέβαια, είναι πιό αμερόληπτο και πιό λογικό. Αλλα τί να πείς, παιδιά πράμα, πού να ξέραμε απο τέτοια πράματα, δικαιοσύνη λέει και αμεροληψία στον έρωτα... Ύστερα τα μάθαμε αυτά... :-Δ
Αλίβ, αυτό που λές δέν παίζει εκατό τα εκατό, εκτός κι' αν η παρέα έχει σχηματίσει τέλειο κύκλο και έχει καρφώσει το μπουκάλι ωστε να στρέφεται ακριβώς γύρω απ' το κέντρο. Πολλές φορές που έπαιζα, τύχαινε να λαχαίνουν ζευγάρια μέχρι και διπλανοί.
Σωστός!... Πρέκνα είναι η φακίδα, απ' όσο ήξερα κι' εγώ. Δείτε και τι λέει ο Σαραντάκος επαυτού.
...
Το μόστρα βέβαια μάλλον το πήραμ' απ' τους γείτονες στα δεξιά το λέει κι' ο Τριαντά. Άσχετο ή ίσως και σχετικό για το εδώ λήμμα...--, αλλα έχει ενδιαφέρον οτι ετυμολογικά σχετίζεται με την ιταλική λέξη για το «τέρας», μόστρο (mostro). Μου τά 'λεγε ένας ιταλός προχθές και είχα κατενθουσιαστεί, είπα να το μοιραστώ.
Μάλιστα. Προσωπικά το ακούω και χρησιμοποιώ πάντα για εύσωμους γυμνασμένους τύπους, ποτέ για απλά εύσωμους ή χοντρούς.
Η μαλακία-μποτέ: Φίλος με πληροφόρησε για το παρακάτω ποι'ματάκι που τραγουδούσαν λέει στο στρατό, στο σκοπό του Μπέλα Τσάο, κατα τα γνωστά:
Η μαλακία είναι υγεία,
σου δίνει δύναμη και στίλ,
σου κάνει μπράτσα, ωραία φάτσα
και ομορφαίνει τη ζωή.
Σχετικά με το προηγούμενό μου σχόλιο, ο κύπριος που έχω πρόχειρο με βεβαιώνει πως όχι, δέν λένε ρο για ουδέτερα...
Μαρία, ευτυχώς διόρθωσες το λάθος με το ξί και μπόρεσα να καταλάβω τί γράφεις εκειπέρα... :-Ρ
Όπα, λαθάκι: σωρόφκω έγραψες εκεί, και πιστεύω οτι το -όφκω πάλι προέρχεται απο το -εύκω, αλλα σίγουρα πρέπει να χρησιμοποιήσεις πιά φί. Γιά δές... Σόρι πάντως.
Επίσης ρηματοποιούν πολλά ουσιαστικά, όπως το σωρόφκο(μαζεύω) από τον σωρό, και το γαλέφκω(αρμέγω) από το γάλα. Φώτης Το οποίο βέβαια γίνεται και στα ελλαδίτικα, οπου λέμε πιχί σωρεύω, με την ίδια ακριβώς κατάληξη απ' όσο καταλαβαίνω: -εύκω < -εύω (άρα, θά 'ταν ίσως «σωστότερο» να γράφαμε σωρεύκω και γαλεύκω). Φυσικά, δέν γίνεται για τα ίδια πάντα ουσιαστικά.
Φώτη, λές οτι τέτοιες ρηματοποιήσεις με το -εύκω γίνονται πιό εύκολα και πιό συχνά στα κυπριακά; Να αναφερθεί οτι το -εύω στην ελλαδίτικη αργκό δείχνει να έχει πάρα πολύ μεγάλη συνδυαστική ισχύ, και έχει την έννοια του γίνομαι, εξελίσσομαι σε, καταλήγω. Προχθές μόλις μου βγήκε αυθόρμητα το ρήμα ξενερεύω, θέλοντας να το διαφοροποιήσω απο το ξενερώνω --και πάμπολλα άλλα παραδείγματα φυσικά, πολλά απ' αυτά παγιωμένα: μαλακεύω, πουστεύω...
Να επαυξάνω σ' αυτό που λέει ο χαλικούτης. Συναντιέται και σε μή υβριστικές λέξεις (ζοβιόλης), και επίσης, συναντιέται και με διώξιμο των τελευταίων συλλαβών (έχω ακούσει κάποιες φορές το γκό για το γκόμενα).
Θά 'λεγα οτι πρόκειται μάλλον για φαινόμενο της αργκό που θα μπορούσε για παρασυνθηματικούς ή απλά μαγκίτικους λόγους να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε λέξη. Κι' όταν λέω σε οποιαδήποτε λέξη, εννοώ σε ο π ο ι α δ ή ' λ έ '... Δέν είμαι σίγουρος όμως άν έχει παγιωθεί για κάποιες λέξεις (το σβάκι και το στράκι δέν τά 'χω ακούσει ποτέ προσωπικά, ούτε τα χρησιμοποιώ, ενώ και το ζοβιόλης δική μου καταχώριση δέν είμαι πιά τόσο σίγουρος άν πολυλέγεται έξω απ' τον κύκλο μου).
Το χρησιμοποιούμε ευρέως και στα άλλα γένη, και κυρίως θά 'λεγα στο ουδέτερο, όταν κοροϊδεύουμε πιχί κάποιον που συμπεριφέρεται σάν κυρία: όχου μωρέ το τσαμένοοοο... Είχα πάντως την εντύπωση οτι πρόκειται για μπεμπεδίστικη, όχι για διαλεκτική μορφή της λέξης. Ωραίος, ενδιαφέρον.
Γαμώτο ρε Χάνκ! Μόλις μου θύμισες οτι μ' είχε κάποτε ρωτήσει κάτι παρόμοιο ο χαλικούτης (περι παραδόξου του Κρήτη) και το είχα βάλει στην άκρη για την άλλη βδομάδα --με τα γνωστά αποτελέσματα (θα πέρασε κάνας χρόνος χαλαρά...). Μή ξύνεις πληγές ρε να πάρει... Ελπίζω μόνο να μήν μας ακούει. :-Ρ
Πάντως, τέτοιες διατυπώσεις προφανώς λογίζονται παράδοξες, μόνον άν εννοηθούν στα πλαίσια της λογικής, έτσι; Τα οποία όμως, τί Συμπληγάδες και παπαριές, τί σύγχρονη οικονομία και μαλακίες, τί παρθενομούνες και χαζά... ε κ ε ί να δείς τι πά' να πεί στενότης.
Απλά το τονίζω για να μήν συγχέουμε τα επίπεδα σημασίας: υπάρχει το αυστηρά λογικό, υπάρχει παραπέρα και το ανθρώπινο --σίγουρα οι σημειολόγοι ξερω 'γώ θά 'χουν όρους γι' αυτά, δέν τους ξέρω όμως, όχι ακόμα τουλάχιστον. Η ανθρώπινη ερμηνεία εδώ είναι βέβαια οτι, «δέν μπορείς να χωράς τους ανθρώπους σε δυό κατηγορίες, τάκη». Ή κάπως έτσι δηλαδή. :-) Και δέν υπάρχει τίποτα το παράδοξο εδώ.
Πάντως Χάν, ο Ησύχιος είναι μεταγενέστερος των αρχαίων, έτσι; Η ίδια η φράση, πόσο παλιά είναι; Θελω να πώ, άν είναι ήδη αρχαία (τί λέν τα λεξικά σας; δέν διαθέτω Λίντελ-Σκότ), τότε δέν έχει απαραίτητα σχέση με βρόμικα νύχια (απ' όσο θυμάμαι απο σκόρπιες αναφορές, ο Ησύχιος δέν είναι πάντα αξιόπιστος). Άν η σημασία του Ησύχιου ήταν η διαδεδομένη όταν πρωτοεμφανίστηκε η έκφραση, τότε όκ κέικ.
Ά, και Μές, εγώ ξέρω πού μένει ο Άη Βασίλης, αλλα σιγά μην σ' το πώ.
Όντως. Άν το γράψουμε άλλες οχτώ φορές, ίσως και να το καταλάβουν ακόμη κι' αυτοί που δέν σκαμπάζουν απο δυαδικό. :-Ρ
Όπ! Πώς πέσαμε όλοι ταυτόχρονα σ' ετούτο 'δώ;!... Γιά δές τί κουβέντα κάνουμε για το τίποτα...
Ο Τριαντά αναφέρει άλλα στην ετυμολογία (χωρίς απαραίτητα να αναιρεί τη Μές και τη Βικιπαίδεια).
Κάτι ολίγον τουκανιστικό: πάρκιν κάρμα ή κάρμα πάρκιν;...
Η ξεκάθαρα αγγλιστική σύνταξη προσδιοριστικό ουσιαστικό (ως επίθετο) + προσδιοριζόμενο ουσιαστικό παίρνει όσο πάει και περισσότερο τα πάνω της στα ελληνικά, έναντι της σύνταξης προσδιοριζόμενο ουσιαστικό + προσδιοριστικό ουσιαστικό σε γενική. Εδώ βέβαια για έναν λόγο παραπάνω, οτι οι λέξεις είναι καί οι δυό ξενόφερτες.