Να το ξαναρωτήσω κι' εδώ με την ευκαιρία: έχουμε καμιά ιδέα για το πόσο παλιά είναι αυτή η σύνταξη;
Έεεετσι.
Συγκεκριμένα, όχι οτι το γκαντεμόσκυλο είναι κάποιο κλισέ, ανεξάρτητο απ' το γκαντέμης, αλλ' απλά οτι μεγαλώνοντας τη λέξη πετυχαίνει την έμφαση. Τέλος πάντων, κάτι τέτοιο.
Ά, θυμήθηκα!: μου φαίνεται ίδιας κατηγορίας μ' αυτό εδώ. Ακόμα στο πρόχειρο όλ' αυτά βέβαια...
Σωστός ο σλανγκοπροφέσορας!
Το υπηρεσίας έλεγε προπολλού, αργκοτικά βέβαια, αυτό που νεολογίσαμε ώς γενόσημο πρόσφατα.
Ωραίο! Δηλαδή γεννητάτος ίσον «απο γεννησιμιού του». Ενδιαφέρον οτι το -άτος έχει άλλη χρήση απ' αυτές που λέγονται εκεί.
Ντάξει, όχι και «τοπικό» (και σίγουρα όχι αργκοτικό). Μάλλον πανελλήνια καθομιλουμένη. Υπάρχει επίσης και στον Μπάμπη και στον Τριαντά.
Δέν το ακούω συχνά, οπότε μόνο ως επιτατικό του γκαντέμης το καταλαβαίνω. Το κριτήριο σε τέτοια πράματα παραμένει η χρήση τους στα παραδείγματα, έτσι; και τα παραδείγματα που βρήκες δέν στηρίζουν κάτι άλλο απ' ότι βλέπω.
Σού 'χω πεί ρε ποτέ εγώ να δείς καμια μούφα; Ε τί λέμε...
Γενικότερα, οι κύπριοι τις έχουν ακόμα αυτές τις προστακτικές τύπου δέχου, έτσι δεν είναι; (οπου συνεχές το ποιό ενέργειας μορφολογικά, αλλα μάλλον με στιγμιαία σημασία, τό 'χα ξαναρωτήσει αυτό εκειπέρα) Δέν πρόκειται για φαινόμενο κομμέ πάντως.
Και εδώ που τα λέμε, το πιγκάλ θα τό 'λεγες μάλλον λέξη της τυπικής γλώσσας (σε διαφήμιση «πιγκάλ» γράφεις, δέ γράφεις «σκατόβουρτσα»...).
Απο πού να βγαίν' η λέξη όμως;... (Απ' τον Χούλιο Ιγκλέσιας πού άμα λάχει είναι και χαβαλές τύπος;)
Με την ίδια έννοια μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το (γενικότερο) χαλάστρα.
Ο κυρ-Σαράντ απέκλεισε την προέλευση απ' τα μπέν-μίξτ (απ' την ίδια πηγή που χρονολόγησε και το ρεμπέτικο πρίν το 1870). Δείτε εδώ.
Τα σέβη μου σε ορισμό και σχόλιο.
Συγκεκριμένα για ετυμολογία, ο Τριαντά λέει «ίσως απ' το ταρακουνώ» (το οποίο απ' το ταράζω + κουνώ).
Γειά σου ρε χαλικού.
Το γραφικός ως μομφή, με την έννοια του «γελοία αφελούς» λίγο-πολύ και του «αιθεροβάμονα», νομίζω οτι άρχισα να το ακούω τη δεκαετία του Ενενήντα στο σχολείο ακόμα. Πραγματικά ύπουλη χρήση, που έχει εδραιωθεί για τα καλά.
Ρομαντικό.
Και κάτι ακόμα για τα ποδανά. Πολύ κοντινός κώδικας στην αμερική είναι τα λεγόμενα πίγκ λάτιν (pig latin, «γουρουνολατινικά» σε φάση), οπου ο βασικός κανόνας είναι: (α) ο πρώτος φθόγγος πάει στο τέλος, και κατόπιν (β) του κοτσάρεις ένα /εϊ/ αν ο φθόγγος είναι σύμφωνο ή ένα /γουεϊ/ αν είναι φωνήεν. Πιχί: cunt -> untcay (Aunt Kay...), elephant -> lephanteway.
Ο αμερικανάκος που μου τά 'π' αυτά, λέει οτι μόνο τα μικρά μιλάνε πίγκ λάτιν, κι' οτι δέν πρόκειται για κάνα φοβερό κώδικα της αργκό, με συνδηλώσεις παρανομίας ξερωγώ και δέ συμμαζεύεται, κι' η Γουικιπίντια λίγο-πολύ συμφωνεί.
«Χαρακτηρισμοί προσώπων» μά την αλήθεια...
Για την ερώτηση, εγώ τουλάχιστον δέ θυμάμαι να τό 'χω ακούσει απ' τους καναδυό κολλητούς αμερικάνους μου.
(Στα ποδανά θα ήταν ξερωγώ «τραπέ του λουσκανδά».)
Καλό.
Να της πείς της κυρα-Νίμαντς Ρόζε να έρθει η ίδια να μας τα πεί μια μέρα που θά 'χει ρεπό απ' τα δικά της στέκια, και να μή βάζει τον κάθε κακόμοιρο πάλιουρα του σάιτ να μας μεταφέρει τις επιθυμίες της σχολιαστά, ορίστε μας...