Σκεφτείτε επίσης το κακόηχο θέτω θέμα, που βγαίνει πολλές φορές στη ρύμη του λόγου.
Το λαϊκότερο βάζω έχει απο παλιά την τάση να αντικαταστήσει το ευπρεπέστερο θέτω, κι' εμένα δέ μου ακούγεται καθόλου κακόηχο ή άκομψο.
Άν κάτι ξενίζει, είναι μάλλον η χρήση του απο τους κουστουμάτους της τιβί, της πολιτικής και λοιπά, όπως ακριβώς ξενίζει και κάθε ντεμέκ λαϊκός ακκισμός τους ή κάθε ολίσθημά τους στην καθομιλουμένη.
Μιτζνούρ, καλώστονε τον πλάνητα!...
Έχεις δίκιο για το ντόπιο τέτοιων εκφράσεων. Έχεις κάποιο δίκιο και για το ευκαιριακό, αλλα όχι τόσο όσο για το ντόπιο:
Οι δικαστικοι μας αυτο επιθυμουν ενω αν αυτους τους λοξοκοιταξεις μονο ειναι ικανοι να σε κλεισουν στο γεντι κουλε. (εύρημα 11/10/2010, και λέγεται ακόμα στα βόρεια, ενώ το Γεντίκουλε έπαψε νά 'ναι φυλακή εδώ και εικοσιπενταετία)
Κάποια μέρη κουβαλάν τόση ιστορία (έστω, για τους ντόπιους) που δύσκολο να τα ξεχάσ' η γλώσσα.
Ακόμη όμως κι' όταν πρόκειται για ντόπιες και παροδικές χρήσεις, όπως ίσως η εδωπέρα (εγώ, παρότι σαλονικιός, δέν θυμάμαι να την έχω ακούσει ποτέ, μάλλον λόγω ηλικίας), το να καταχωρίζονται βοηθάν στο να δούμε οτι βρίσκετ' αποπίσω κάποιο λήμμα-ομπρέλα --ήδη το είδε ο πονηρός αυτό στις 12/12/09. Μήν προγράφουμε αβασάνιστα λήμματα που μας φαίνονται λίγα καθαυτά, γιατι ίσως χάνουμε το μπίγκ πίξουρ.
Ο ορισμός που κρύβεται εδώ είναι το χτυπάω ως απολεξικοποιημένο, που μας έλεγε ο Άλλος.
Γειά σου σπυρίδονα. Γιά δεν τ' ανεβάζεις ξεχωριστό ορισμό;... Μπορείς βέβαια και να το βάλεις σχολιάκι στο πίπα-κώλο, που ως λήμμα είναι γενικότερο, παρότι ο ορισμός του είναι ελλιπής.
Να πούμε οτι το hem δέν είναι μόνο τούρκικο, είναι και δικό μας, αλλα το λέμε εμ, χωρίς χνότο.
Έχοντας κατανού το δυναμικό τονισμό, ύστερα, να πούμε οτι αυτά τα καί... καί..., εκφέρονται συνήθως τονισμένα: δέν είναι «και κερατάς και δαρμένος», είναι «καί κερατάς καί δαρμένος». Θά 'λεγα, κλασικό και χαρακτηριστικό παράδειγμα σύνταξης που αποφεύγεται (απο έμπειρους γραφιάδες) σε επίσημο γραπτό λόγο, μόνο και μόνο επειδή στο διάβασμα ο άλλος θα σκαλώσει: ελλείψει τόνου (που είναι το «σωστό» κατα την τρέχουσα τυπική ορθογραφία), τείνεις να ερμηνέψεις το και ως απλό συμπλεκτικό σύνδεσμο, χωρίς την απαραίτητη έμφαση.
Ψαγμένος χρυσαυγίτης, αναρχοφασίστας, αλβανός τουρίστας, βρόμικο σαπούνι... Αυτά τα A ∧ (¬Α) πρέπει να τα μαζέψουμε κάποτε.
Όσο για τ' αστεράκια, είναι η κλασική περίπτωση «δέν καταλαβαίνω την ανάρτηση, άρα είναι μαλακία, άρα τη θάβω».
Τ' αστεράκια είναι ασχήμια απο πενηνταδύο μπάντες, έχει μαλλιάσ' η γλώσσα μας απο παλιά, και παρόλ' αυτά υπάρχουν ακόμα εφτά(!) απο μάς (που είμαστε εμείς κι' εμείς), που τα χρησιμοποιούν ακόμα. Άξιος ο μισθός μας κύριοι και κυρίες!...
Μήπως υπάρχει σχέση με το κουμπάρος, άρα θα 'ρχότανε απ' τα ιταλικά;
Άσχετο: στα τούρκικα bari σημαίνει (λέει ο Τριαντά) και «τουλάχιστον», εξού και το δικό μας μπάρεμ. (Μή βαράτε, είπα: άσχετο.)
Ωραίο, αλλα το κάνω καλό καμαρίνι δέν υπάρχει στα παραδείγματα.
Όμορφος. Ωστε έτσι η μακριά γαϊδούρα...
Ο Τσάκ Νόρις έστησε τον Γκοντό.
Ε ή είσαι συστημικός ή δέν είσαι, πώς να το κάνουμε;... :-)
Και σε κάποιο ρεμπέτικο δεν ακούγεται αυτό;...
Έτσι. Κάπου τα 'χαμε πιάσει αυτά, αλλα ο μυαλός μου πουρές απ' τις διακοπές.
Κάποια κολλυβογερμανικά, τά 'χω, αλλα δέν ξέρω για προελεύσεις ονομάτων. Σίγουρα πάντως, τα Άινστάιν, Βίτγκενστάιν και λοιπά, είναι μία λέξη, ντάξει. Έτσι κι' αλλιώς, στα γερμανικά παίζει πολλαπλός τονισμός αβέρτα. Και το standby όμως, με κάποιες σημασίες τουλάχιστον, το γράφουνε μία λέξη.
Και γκελάκια απ' ότι θυμάμαι.
Στα τούρκικα πώς τονίζεται;
Αυτοί οι πολλαπλοί οργα- τονισμοί... οι πολλαπλοί τονισμοί, παίζουν στάνταρ σε δάνειες λέξεις και ξένα ονόματα (στάντμπάι, Βίτγκενστάιν), και δυστυχώς χάνονται στα γραπτά ελληνικά χάρη στον ψυχαναγκασμό του ενός τόνου. Το πιό κουφό, οτι χάνονται πού και πού και σε ελληνικές λέξεις (πρόπερασμένος).
Ρε παιδιά, τα πατριδωνυμικά σ' αυτήν τους τη χρήση, την περιληπτική (ο γερμανός = οι γερμανοί / η γερμανία, ο κινέζος = οι κινέζοι / η κίνα, και τα λοιπά), πού τα έχουμε πιάσει;...
Άς τονίσουμε οτι κλαψομουνιάζω σημαίνει και απλά «γκρινιάζω», χωρίς απαραίτητα ντραμακουινισμούς, αυτολύπηση ή ναρκισσισμό (φαίνεται και στα παραδείγματα). Θά 'λεγα μάλιστα οτι είναι και η πιό συχνή σημασία.