Κι' ο έλληνας πάντως έχει τέτοια ουσιαστικά, που με συγκεκριμένες σημασίες δεν έχουν πληθυντικό: ειρήνη, φύση, ζάχαρη (παίρνει πληθυντικό οταν πρόκειται για διαφορετικές μάρκες ζάχαρης πιχί, όπως και στον άγγλο) και λοιπά.
Έτσι ρε αλίβ, σωστός. Είναι παλιό το σχήμα λόγου, και πάντα αργκοτικό απ' όσο το άκουγα.
Ά ρε Μαίρη Λίντα μου εσύ... Λές και «μάτι-α κομμάτι-α»;... :-Ρ
Το λίνκι ιρονίκ είναι κάπως σόλοικο, στέλνει στον Κριαρά (μεσαιωνικά ελληνικά), ενώ ο Τριανταφυλλίδης το προτιμά χωρίς γάμμα.
Ύστερα, το να διαβάσεις το καινούριο «και-νούρ-jιο» (προσέξτε εδώ το συλλαβισμό) είναι όπως να διαβάζεις το καθάριο «καθάρ-jο» ή το αριάνι «αρ-jά-νι» (άν και κάποιοι το τελευταίο το λένε και «α-ρι-ά-νι»). Θέλω να πώ, η επιλογή της γραφής εδώ είναι καθαρά θέμα ετυμολογίας, δέν έχει επίπτωση στην προφορά.
Προσωπικά πλάκα-πλάκα το γράφω με γάμμα.
Και όμως, όπως άλλωστε θα περίμενε κανείς, το παράδειγμα λέγεται και μεταβατικά:
[I]- sta alitheia pisteueis oti mporei na pistepsei kaneis oti to exeis;
- ναι αμέ όπως πίστεψες εσύ και μου έπρηζες το πούτσο ένα ολόκληρο βράδυ να σου leakάρω το purple n blue[/I]
(εδώ)
Και να μή λεγόταν όμως απο κανέναν μεταβατικά, είναι γραμμή να χρησιμοποιούμε ως λήμμα (δηλαδή, ως τίτλο λήμματος) ενικό, τον πρωτοπρόσωπο ενεστώτα στα ρήματα και την ονομαστική των ονομάτων, εκτός απο εξαιρετικές περιπτώσεις.
Αυτό το μαμαδομπαμπαδίστικο παράξενο πλάσμα πολύ με συγκίνησε. (Ού να μου χαθείς, πρωινιάτικα...)
Ντάξει, όχι κι' «ακριβές» αντίστοιχο, τέ'ς πά'...
Που φλασιά θά 'ταν σ' αυτήν την περίπτωση ακριβές (κολλυβο)γερμανικό αντίστοιχο του τρίκ μαϊ φόρ!... Γιά δές...
Αυτή η υστεροφημία θα μας φάει, λέω εγώ.
Και για να το σοβαρέψω εντελώς, καλύτερα να χωθεί ο ντίκ να στήσει πατέντα για συνεργασίες με νόημα (ένας ορισμός γραμμένος απο πολλούς χρήστες μαζί, μοιρασμένα πρόχειρα, τέτοιες φάσεις), παρά ν' αυτοματοποιήσει το ποιός έβαλε το λήμμα στο δουπού και λοιπά κλάιν μάιν.
Τελοσπάντων, αυτά τα «ασίστ» και τα «νονοί» πολύ κακαίσθητα και περιττά μου φαίνονται, μπορεί ομως νά 'ναι δικιά μου μόνο η αμαρτία.
Βέβαια άλλο «κίνητρο» κι' άλλο «απειλή». Το καίγετ' ο κώλος μου μάλλον προς το δεύτερο πάει.
Μιάς και θίξαμε παρατατικούς πάντως, να πετάξουμε και ένα λίνκι στο ωραίο σχετικό κειμενάκι του ντόκτορος Μόσε για όσους δέν το ξέρουν ήδη (που μόνο το ήμουν δεν πιάνει, αλλα το θυμήθηκα έτσι κι' αλλιώς κι' αξίζει τον κόπο).
Φχαριστώ κυρία. Την κρίσταλ την αφήνω ήσυχη, αλλα έβγαλα βρόμα στην αλέξις και να της πείτε να προσέχει.
(Σγά μη σχάστε έτσι εύκολα, κορόιδαααα...) Λοιπόν, το μή τυπικό στο λήμμα δέν είναι το οτι το νά 'μαν λέγεται μονορούφι βέβαια, αλλα ο τύπος ήμανε. Κάνοντας μιά κλιτική αντικατάσταση (έτσι ρε δε το λέγαμε στο σχολείο;... όιντέ φλασιά...), δέν είναι όλοι οι τύποι που δίνονται στον ορισμό αξιοπερίεργοι, αλλα υπάρχουν φυσικά γνωστές στο άκουσμα αποκλίσεις απο την τυπική γλώσσα:
ήμουν: ήμαν / ήμανε...
ήσουν: ήσαν / ήσανε...
ήταν: ήντουν / ήντουνε...
ήμασταν: ημάστε / ...
ήσασταν: ησάστε / ...
ήταν: ήνταν / ήσαντε ...
Τώρα ποιός τύπος, πού ακριβώς λέγεται, το αφήνω στο Χότζα που τό 'χει με το επαρχιώτικο. Βρίσκω ενδιαφέρον πάντως οτι οι πληθυντικοί άλφα και βήτα προσώπου που αναφέρω εδώ, δέν ειναι πρόπαροξύτονοι, όπως λέει ενας γνωστός κανόνας για τους παρελθοντικούς χρόνους στα ελληνικά (τους τύπους αυτούς τους άκουγα στα δυτικά παραθεσσαλονίκια).
Με την ευκαιρία, καλώς την και την κρίσταλ (που μόνο εμένα μου θυμίζει «Δυναστεία»;... :-Ρ)
«Θα του δαγκώσουν κανένα αφτί»... Καταρχήν, ξεράθηκα στο γέλιο (για άγνωστους ψυχοτετοιικούς λόγους). Καταδεύτερον, κοπάσαντος του γέλωτος, θά 'λεγα οτι είναι και κάργα ανεβάσιμο: ώς απειλή τουλάχιστον, «κάτσε καλά για' θα σου δαγκώσω κάν' αφτί», είναι κλασικότατη η ατάκα.
Καλώς το Σιμιγδαλένιο κι' απο μένα, με την ευκαιρία.
[Μα, να του δαγκώσουν το αφτί ρε π'στ';...]
Πέως, αίαντα, πέως, γιατι το -φέρνω όντως αργκοφέρνει, ειδικά αν μιλάμε για το ρήμα ως βήτα συνθετικό και όχι αυτόνομο (το αυτόνομο παραεμπιπτόντως με τη σημασία «μοιάζω», τό χουν τα λεξικά, όπως άλλωστε έχουν και πολλά σύνθετά του --δείτε Τριανταφυλλίδη πιχί, πο έχει μέχρι και το πουστοφέρνω καληώρα).
Πάντως, ως συνθετικό τουλάχιστον, δέν σημαίνει μόνο «μοιάζω με», αλλα και «πρόσκειμαι σε, συγγενεύω με, έχω κοινά στοιχεία με», κάπως έτσι: πιχί, «οι λαοσίτες φασιστοφέρνουν», «το τάδε κομμάτι ροκοφέρνει». (Απ' τ' αραχνιασμένα του προχείρου μου βασικά, οπότε κάνε το ψυχικό.)
Ο καλτσοδέτης ή η καλτσοδέτα; Ενδιαφέρον, το αρσενικό πρώτη φορά το βλέπω, πάντα το άκουγα σε θηλυκό (και το γκούγκλ βλέπω συμφωνεί).
Όσον αναφορικά με στα βίτσια, συγνώμη απ' το αγκάθι και το παύω.
Δέν είναι κατανοητό το «έλα μωρό μου εδώ και τώρα όπως είμαστε»; Ντάξει, να δώσεις χρόνο να παραμερίσεις φανέλες και βρακιά, αλλα και τις κάλτσες;!... Τόσο ξενερωτικό όσο και το διάλειμμα για καπότα --και περισσότερο, εφόσον η καπότα θεωρείται απαραίτητη.
Και καλά νά 'σαι ο Τιραμόλα, αλλα στο βγάλσιμο της κάλτσας κατα τα προκαταρκτικά απαιτούνται καμιά φορά τέτοια γιογκοειδή ανοίγματα που το σύμπλεγμα γρήγορα θυμίζει σκετσάκι απο Μόντι Πάιθον.
Τέ'ς πά', ξεφεύγουμε.
Αυτό ειναι που λέμε, «με έδωσε στεγνά».
Η γκόμενα να φοράει κάλτσες είναι τρελό φετίχ, και δέ πάει νά 'ναι οντριανή ή ολλανδέζα...
Και χωρίς πλάκα, αυτήν τη φάση με τις κάλτσες ποτέ δεν την κατάλαβα. Τί κόλλημα είν' αυτό; Μήπως δέν έχω δεί τις σωστές ταινίες;
Αυτό το «χρήσιμη» του αίαντα κι' εμένα μού 'κανε εντύπωση. «Αναπόφευκτη» ίσως και «κοινωνιολογικά επόμενη» (οπωσδήποτε δέν έπεται απ' τη φύση, μάλλον για κοινωνική φάση πρόκειται), αλλα τελοσπάντων ούτε χρήσιμη ούτε άχρηστη θα την έλεγα.
Οτι αυτή η εχθρότητα κουβαλάει και κάποια νοσταλγία, όπως πάνω-κάτω κάθε παιδική ανάμνηση, άλλο καπέλο φυσικά.
Άνθρωποι που πρωτακούν το βωμολόχος συχνά θα καταλάβουν βρομολόγος («κάποιος που λέει βρομόλογα»), πράγμα που έχει πλάκα γιατι υπάρχει το παλαιοελληνικό βρωμολόγος, με αποτέλεσμα οι λέξεις (δικαίως) να συγχέονται.
Σωστός!...