#1
vikar

in μπουκοφσκικός

Θυμάμαι ρε γαμώτ' να διαβάζω για μιά περίοδο και καλά, που ο Τσινάσκι (ή μήπως ο ίδιος ο Μπουκόφσκι;...) τό 'χε γυρίσει πλέον στο κρασί ψιλοαποκλειστικά... Τσακώστε και το κλάσικ ντοκιμαντεράκι στο βίντεο.

Σωστός ρε... Ατάκα που θυμάμαι απο αρχές-αρχές Ογδόντα.

#3
vikar

in πιθηκίζω

Ναί, και η βασικότερη και πιό ενδιαφέρουσα διαφορά, οτι στον ορισμό σου το πιθηκίζω είναι μεταβατικό!... Ωραίο.

#4
vikar

in μπουκοφσκικός

Το μπουκοφσκικός (ή οποιοδήποτε παράγωγο του Μπουκόφσκι) το είχα πάντα ν' αναφέρεται σε παρακμιακές κραιπάλες, με φτηνό μεθύσι και σέξ πάντα στο παιχνίδι, ακριβώς στο πνεύμα του συγγραφέα δηλαδή και τίποτε παραπάνω. Σε καμία περίπτωση δεν τό 'χα να σημαίνει «ψευτοκουλτουριάρης» ή «απήδητος». (Άμα έχει διαδοθεί όντως η σημασία που περιγράφει η μάφι, πολύ ενδιαφέρον...)

#5
vikar

in μπουκοφσκικός

«Οι μεταλάδες πίνουν αποκλειστικά Άμστελ»;!... Τώρα, ή δέν τους πάς τους μεταλάδες, ή σε λάθος στέκια τους συνάντησες, ή βεβαίως είσαι μίας κάποιας μικρής ηλικίας. :-Ρ

Απ' τις ευρείας κατανάλωσης στην ελλάδα σαφώς μόνο η Κάιζερ αξίζει, ενώ οι άλλες δύο πίνονται καθότι πλύση εγκεφάλου και περιπτερόμπιρες. Ειδικά την πράσινη, αυτό το τραγικό νερόπλυμα, μόνο ενοχικούς-δεξιούς πασοκτσήδες έχω δεί να την πίνουν.

(Αλλα «μπουκοφσκικοί» και να μήν πίνουνε κρασί;... Περίεργο. Μάλλον πρέπει να τον ξαναπιάσω τον κύριο.)

Σημειωτέον πάντως οτι το καλαμπαλίκια (με λάμδα) με τη σημασία «όρχεις» όντως λέγεται (έχει επίσης ανέβει και στο σλάνγκ τρεισήμισι χρόνια πρίν).

Κοίτα, εδωμέσα είμαστε σχετικά ανεκτικοί σε θέματα ορθογραφίας (βλέπε και φαινόμενο λάινσμαν): άμα κάτι λέγεται ή γράφεται ευρέως με διαφορετικούς τρόπους, αξίζει να καταγραφεί και στο σλάνγκ τζι άρ (πάνω-κάτω). Και βλέπω οτι και στο μπουρδέλα κόμ καί οι δύο γραφές είναι συχνότατες. Άρα ντάξ'...

Αλλ' αυτά ειναι ψιλά γράμματα φίλε. Το σημαντικό είναι όντως το ευαγές ίδρυμα που λές, για την εύρεση του οποίου όμως μάλλον το μπουρδέλα κόμ, παρά το σλάνγκ τζι άρ ειν' αρμόδιο, όχι;... :-Ρ

Φίλοι τζό και τζόε, οι αλλαξοκωλιές μεταξύ υγρών συμφώνων (λάμδα σε ρό και ανάποδα) είναι γνωστή ιστορία: καλαμπαλίκια και καραμπαλίκια είν' η ίδια ακριβώς λέξη, προφανώς. Θά 'λεγα οτι καί οι δύο γραφές στέκουν για το λογοπαίγνιο. Άλλωστε, στο ίδιο το μπουρδέλα κόμ γράφεται εξαιρετικά συχνά και με λάμδα, όχι μόνο με ρό.

Να πώ πάντως την αμαρτία μου, ποτέ δε θυμάμαι ν' άκουσα καραμπαλίκια, με ρό. Η γραφή αυτή ευνοεί και την παρετυμολόγηση απ' το συνθετικό καρα- και ότι θα μπορούσε να σημαίνει μπαλίκια... Χμ.

#9
vikar

in καλαμπαλίκια

Ο τέως πρύτανης λοιπόν, στη βήτα έκδοση, γράφει συμπράγκαλα και λέει οτι είναι άγνωστης ετυμολογίας (πράγμα περίεργο, αφου σε τέτοιες περιπτώσεις και καλά επιλέγει την απλούστερη ορθογραφία... τέ'ς πά').

#10
vikar

in μπουζούκια

Ωραίος ρε προφήτη!...

#11
vikar

in σαλαμάνδρα

Λέγεται αυτό γενικά, ή είναι απλά πετυχημένη παρομοίωση της στιγμής;

#12
vikar

in γουνάκι

Σωστή η Μαρία.

#13
vikar

in μαλακαντρέας

Απο Σκαρίμπα και μετά, στάνταρ, γκουγκλάρεται κιόλας.

#14
vikar

in μαλακαντρέας

Εδιορθώθη.

Θα σ' την έγραφα τώρα, αλλα έχε χάρη πού 'ναι μικρό το περιθώριο...

#16
vikar

in τσάκνο

Το τσάκνο ως σαρακατσάνικο στην παρδαλή λέξη.

#17
vikar

in τσακλόμουνο

Τις απορίες του πονηρού τις συμμερίζομαι κι' εγώ, ειδικά την τρίτη.

Πάραπέρα, για το τσακλο-, να μπάσω στο παιχνίδι τη λέξη τσάκνος (ή και τσακνός), επίθετο που σημαίνει «λεπτός, αδύνατος, μικροκαμωμένος, αδύναμος» (τό 'χει πιάσει το θηρίο ο ανχελίτο εκεί).

#18
vikar

in καρύτζαφλος

Τελικά με γιώτα ή με ύψιλον; Και γιατί; Το ύψιλον μου φαίνεται επίδραση απ' το καρύδι, η οποία δέ πολυπείθει θα έλεγα (άν και ο Μουχουσού δέν τα λέει άσχημα εκεί).

Προφανώς είναι σύνθετη, με δεύτερο συνθετικό το -τζαφλός· μήπως έχει σχέση με το ποντιακό σαφλός που λέει ο Χάν στο τσακλόμουνο; (και τί σημαίνει πλάκα-πλάκα σαφλός; σ όλο το διαδίκτυο μόνο το σλάνγκ τζι άρ μου βγαίνει!...). Κι' όσο για το πρώτο συνθετικό, μήπως είναι το κάρα («κεφάλι»), και το γιώτα είναι ενωτικό, όπως λέγαμε εκεί κι' εκεί με τον Άλλος; Μήπως πρόκειται τελικά για κατεξοχήν ποντιακή λέξη;

Σε κάθε περίπτωση, μέχρις αποδείξεως εναντίου, το καρίτζαφλος μου φαίνεται η πιό πειστική ορθογράφηση, όπως το γράφουνε Γκαλά και τζίζας.

#19
vikar

in σιμσιλέ, σεμσελέ

Φαίνεται οτι η λέξη στην ελλάδα κυκλοφορεί πολύ, αλλα και αλλοιωμένη: εκτός απ' τους τύπους που ήδη δίνει ο Μιτζνούρ, βλέπε συσελέκι του Βράστα, αλλα και σόι σοϊλέ που αναφέρει ο Γκάτζ στο δουπού.

Θεώρημα Κλέινι–Κράιζελ για σαλονικιές: Για κάθε σαλονικιά που σού 'ρχεται στο πιάτο, υπάρχει τουλάχιστον μιά συγγενής της που, να την παρακαλέσεις, θα σ' το βγάλει ξινό. Μ' άλλα λόγια, οι ξινομούνες είναι πυκνές στη Σαλονίκη, όπως ακριβώς κι' οι ρητοί στους πραγματικούς.

Θεώρημα Κλέινι–Κράιζελ για ορθογραφία: Για ότι ορθογραφικό λάθος μου κατα Τριανταφυλλίδη βρείς, θα σου βρώ τουλάχιστον ένα ορθογραφικό σωστό μου (κατα Τριανταφυλλίδη πάλι)· τα σωστά μου είναι πυκνά στα λάθη μου (μπορείς να πείς και «πύκνα», πάλι μέσα θά 'σαι).

Να σημειωθεί οτι η πλειοψηφία των γλωσσολόγων στηρίζει την άποψη πως η ισχύς του ΘΚΚ στην ορθογραφία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ωστε να βγάζει νόημα το εκάστοτε κείμενο.

(το χέσαμ' ή ακόμα;... μπορώ και θουκουκού για αριστεριές στα τζιζαΐστικα αστεία γιατι...)

Η έκφραση είναι στάνταρ παλιά, θέλει λίγο ψάξιμο.

Καλά, το παραδέχομαι και ζητώ συγνώμη. Τί θές να σου πώ, για ορθογραφία, για σαλονικιές, για το θεώρημα πυκνότητας των Κλέινι–Κράιζελ, ότι θές, πές το και θα γίνει.

Ό,τι θέλω, πρόβλημα;...

Βράστα, ναί βέβαια, πολύ εύκολες οι σαλονικιές, απλές και ντρέτες, ποσώς ψηλομύτες και καθόλου ντίβες, τί να σου πώ... (@%$%@^#^&@!...)

(ρε έχω να βάλω κόμμα στο αναφορικό παλιότερα κι' απ' ότι έχεις να ξεκινήσεις πρόταση με κεφαλαίο να πούμε, πλάκα μας κάνεις;... :-Ρ)

#27
vikar

in γαϊδουροκυλίστρα

Όπ, ωραίο! (Σπαρτιάτικη φλέβα οι Σαμοθρακιώτες...)

#28
vikar

in Καναδάς

Μπετατζή δέρνεις. Φίλε βλά, καλωσήρθες (άν και καλύτερο καλωσόρισμα απ' του μπέτα, χλομό).

Αυτό που δέν έχω καταλάβει απ' όσα παρατέθηκαν, είναι κατα πόσο λεγόταν μ' αυτήν τη σημασία τότε απο έλληνες. Θέλω να πώ, επέζησε η σημασία μαζί με επιζώντες ελληνοεβραίους ξερωγώ (αλλα και πόσοι τη σκαπούλαραν τελοσπάντων για να τη διαδώσουν); μας ήρθε μεταπολεμικά απ' το εξωτερικό (πιχί θέατρο, όπως μας λέει ο νικόλαος, ή λογοτεχνία, όπως δίνει ο μπετατζής); ή λέγεται σήμερα με ριζικά διαφορετική προέλευση (όπως πιθανολογεί ο μπέτας στο δεύτερό του σχόλιο);

Εγώ πάντως δέν την έχω ακούσει τη λέξη μ' αυτήν τη σημασία.

#29
vikar

in αρχοντομούνα

Θεά, θεόμουνο, αρχοντομούνα, λίλιαν... Σά πολλές δε μας μαζεύτηκαν οι λεγάμενες;...

Πάντως, ο ορισμός του εννιά είναι μάλλον ο πιό ευθύς απ' όλους.

Και με την ευκαιρία να πώ οτι την παροιμία δέν την έχω ακούσει ποτέ κατα βορρά μεριά απ' ότι θυμάμαι.