Πράγματι, κι' ας διαφώνησε κάποτε ο Χότζας, κι' εγώ για αθηναϊκό το έχω, μόνο απο αθηναίους το άκουγα πάντα ή στην Αθήνα, και είν' απο τις λέξεις που είχα σταμπάρει πολλά χρόνια πριν μας στήσει τούτο τον παράδεσο το αφεντικό (σλούρπ-σλούρπ...). Άς μιλήσουν και άλλοι.
Ποιός ηταν ρε παιδιά ο φιλόσοφος που δήλωσε πως «η μαλακία συνεχίζεται και μετά θάνατον»;...
Επίσης, παίζω σημαίνει και «απαντώ/απαντώμαι»:> Παίζει πολύ στις εκφράσεις που έβαλα στα παραδείγματα, εκφράσεις που δείχνουν κοροϊδία μετά οικειότητος. (Απο το λήμμα γούγλης του Χάν.)
Τσίλας είναι πάντως σχετικά παλιό γνωστό υποκοριστικό του Βασίλης, θεσσαλικό τουλάχιστον --τον Τσιτσάνη χαρακτηριστικά, οι φίλοι του έτσι τον φωνάζαν.
Ή γατουλογαμούλικο σέξ. Το κοπάνημα γιατί, δέ βοηθάει.
Θέλει λίγο ψάξιμο. Είτε πράγματι ο σχηματισμός είναι αυτός που λέει ο πρότνετ και θα πλάστηκε υποθέτω ώς παλαιοελληνισμός, είτε πλάστηκε κάτω απ' την επίδραση λέξεων που ξεκινάν ως /pan'i/, όπως πανύψηλος και πανίσχυρος, οπου το άλφα συνθετικό είναι απλά το παν- (δέν είναι πολλές αυτές· στα λεξικά βρίσκει κανείς και το πανίερος ξερωγώ). Στη δεύτερη περίπτωση, χάριν απλογραφίας, θα μπορούσε να γράφεται και με γιώτα.
Διάβαζα τον ωραίο ορισμό του Αστερίξ για την πουτανοσκουφίτσα και για άλλη μιά φορά δαγκώθηκα που μας λείπει ένας αξιοπρεπής ορισμός για τη μαλακία και τις συνηθισμένες σχετικές εκφράσεις. Τό 'χει στα σκαριά κανένας ήδη;... Εγώ παρεμπιπτόντως έχω εδώ και καιρό στα σκαριά το μαλάκας, και όποιος γουστάρει συνεργασία, πλίζ --και το εννοώ.
Όπως και νά 'χει, κοντινό στο με δέρνει η μαλακία και το με τρώει η μαλακία.
Ρε αλίβ, μήν είσαι τόσο σκληρός· αυτό το ένα με το τσουνάκι, πρέπει να πονάει πολύ ρε π'στ'...
Η λέξη νυμφίδιο με αυτήν τη σημασία, της «λολίτας», είναι απ' ότι φαίνεται νεολογισμός που πρέπει ν' αποδώσουμε (καί στα ελληνικά) στον Ναμπόκοφ πάλι.
Ο Μπαμπινιώτης (βήτα έκδοση) εξηγεί τον όρο «(μειωτ.) χαρακτηρισμός κοριτσιού που προκαλεί ερωτικά τους άνδρες ή έχει ελεύθερη σεξουαλική ζωή ΣΥΝ. λολίτα, πορνίδιο», και ενώ το ετυμολογεί απο το μεσαιωνικό νυμφίδιον (υποκοριστικό του νύμφη), γράφει πως «η σημερινή σημασία έχει δεχτεί την επίδραση του γαλλικού nymphette». Το nymphette όμως, μ' αυτήν πάλι τη σημασία, είναι παρμένο απ' το αγγλικό nymphet που πρωτοχρησιμοποίησε ακριβώς ο Ναμπόκοφ στη «Λολίτα» (δείτε εδώ και εδώ).
Η λέξη-σημασία λοιπόν για τα ελληνικά, υποθέτω πως χρονολογείται κάπου ανάμεσα στο 1955 (πρωτότυπη παρισινή έκδοση στα αγγλικά, σύμφωνα με αγγλική Γουικιπίντια) και το 1984 (η παλιότερη μετάφραση που βρίσκω στη βάση της Βιβλιονέτ, εκδόσεις Ερατώ, την οποία ωστόσο δέν έχω κοιτάξει).
Πλέον ναί, υπάρχει. Αλλα υπόψιν οτι λειτουργεί για λίνκ που δίνονται απο το χρήστη στην εσωτερική τους μορφή
[w = λέξη_αριθμός ] λέξη [ /w ],
δηλαδή με το w-tag τους, και όχι στη μορφή εξωτερικού λίνκ, με τη διεύθυνση url:
[URL = www.slang.gr/lemma/show/λέξη_αριθμός ] λέξη [ /URL ].
Γι' αυτό ειναι καλό, όποτε γίνεται, να χρησιμοποιούνται τα w-tags κατα την καταχώριση, βοηθάει τον όλο αυτοματισμό του πράγματος.
Άκουσα προχθές μιά ιστορία για έναν τραπεζίτη υποθέτω πάνε χρόνια που επωφελούνταν απ' την πολιτική της τράπεζάς του να αποκόβει τα πίπ (άν και τη λέξη πρώτη φορά εδώ τη συναντώ) απ' τις συναλλαγές της (αποκοπή, όχι στρογγυλοποίηση!), και φρόντιζε να εισρέουν σε δικό του λογαριασμό, με αποτέλεσμα να καταλήξει κάποια στιγμή ζάπλουτος. Οι σχετικοί, ξέρετε μήπως αν πρόκειται για αστικό μύθο του σιναφιού, ή όντως υπήρξαν κάποτε τόσο αφελείς τράπεζες;
Εξαιρετικός και πειστικότατος!... (Ποιός μας τον έφερ' αυτόν ρε παιδιά;...)
Να λοξοδρομήσω λίγο, μιά και το θέτει κι' ο κυρ-σαράντ στο κείμενό του. Τα γκάργκοϊλ που χαρακτηριστικά τα βρίσκεις σε παραδοσιακά παιχνίδια ρόλων ως τέρατα (δείτε εδώ πιχί) θα μπορούσαμε στα ελληνικά, με κάποια δόση ντόπιας λαογραφίας, να τα λέμε γκαργκούλες, κατα το μπαμπούλες.
Στον οποίο θα λές «έλα παππού να σου δείξω τα σλανγκοχώραφα»;...
(μιά κρίση βλακείας είναι, θα μου περάσει...)
Σωστός! Το μπούμ με τη σημασία αυτά το αγνοούν και Μπάμπης και Τριαντάφυλλος (ο δεύτερος αγνοεί και τον μπούμαν).
Σώπα ρε! Φοβερό. Φαντάζομαι οι ξανθιώτες θά 'χουν ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα να μάθουν στ' αγγλικά τη διαφορά του do απο το make.
Ο βίκαρ βγάζει το καπέλο του σε πρότνετ, μπετατζή και Ανδρέα.
(Ποιό σχόλιο να σβηστεί και γιατί;...)
Ο καθένας με τον πόνο του: δέν έχω διαβάσει τη μετάφραση του Σκυλίτση, αλλα πήρα πρόσφατα τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκι, σε μετάφραση Ελένης Μπακοπούλου, και συχνάκις το διάβαζα με ειλικρινά (σίκ) δάκρυα.
Τίπ. :-Ρ
Καλωσήρθες κι' απο 'μένα. Και πρόσεχε τώρα που φανερώθηκες, γιατι η φήμη θέλει να έχει πέσει επιδημία χωρισμών στους άρρενες χρήστες. Περπατάς στους διαδρόμους του σλάνγκ τζι άρ και κολλάν τα παπούτσια σου ένα πράμα... Απ' τα σάλια εννοώ.
Εγώ αυτά τα ξέρω μακαρόνια, και αντίστοιχες ατάκες που παίζουν, οι ευνόητες (θα βράσουμε μακαρονάδα; και τέτοια).
Ωραίος ο τόμανς, ενδιαφέρουσα και η ετυμολογία.
Το χλιάρας είναι απο τις πιό αστείες βρισιές που έχω ακούσει. Λέγεται στα χωριά δυτικά της Θεσσαλονίκης, αλλα το άκουσα και απο πατρινή γέννημα-θρέμμα. Τη σημασία ποτέ δεν την είχα πιάσει ακριβώς, νόμιζα πάντως οτι σημαίνει «φλώρος» ή «βαρετός τύπος», και το ετυμολογούσα απο το χλιαρός.
Εσύ 'σαι ομως τόσο αγράμματος, που σε λίγο θα μας πείς οτι και τον πληθυντικό τον έχεις ακούσει ως θηλυκό να πούμε...