Το γρατζουνάω τό 'χουμε.
Συνώνυμο της καθομιλουμένης, είπ' ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Πότε-πότε πλέον κλίνεται κιόλας:
- τα συρταρια στα σπιτια δεν εχουν ρουχα. Εχουν δονητες, μαστιγια κτλ
- Να μην ξεχνάς τα ντίλντα !
απο εδώ
Οι αμερικάνοι λένε και το shut up σε τέτοιες φάσεις, ενώ σε μάς, θα έλεγα, η χρήση του σώπα μ' αυτήν τη σημασία έχει χάσει την όποια αίγλη μπορεί να είχε, και πλέον γίνεται συνήθως ειρωνικά.
Αυτό που ζητείται από τους χρήστες να γράψουν μαζοχιστικά λήμματα λίγο μετά το μπανάρισμα (στα μουγκά, χωρίς καμία δημόσια διαβούλευση ή έστω επεξήγηση) σημαντικότατου χρήστη, τι φάση; Ινσέψιο;
Όχι Χάν, εγώ τουλάχιστον δέν το εννοούσα ως «ινσέψιο».
Επίσης: το μπανάρισμα δέν έγινε στα μουγκά και υπήρξε επεξήγηση, τα οποία φάνηκαν στη δραστηριότητα (μπορεί όποιος θέλει ακόμα να το τσεκάρει για γρήγορα στη δραστηριότητα αυτού εδώ του ψευδομέλους). Το μόνο απ' τα επάνω στο οποίο τελικά έχεις δίκιο, είναι οτι έγινε χωρίς δημόσια διαβούλευση.
Και όντως. Όπως και για κανένα απ' τα προηγούμενα μπαναρίσματα δεν έγινε δημόσια διαβούλευση.
Τώρα άν εσύ θεωρείς μαζοχισμό να συνεχίσεις να γράφεις στο σάιτ χωρίς τον Βράσταμαν, αυτό ειναι ασφαλώς δικό σου ζήτημα, το οποίο δέν μ' ενδιαφέρει και ούτε και μου πέφτει βέβαια λόγος να συζητήσω ονλάιν -άν με το καλό βρεθούμε απο κοντά, άλλο θέμα.
Καλή συνέχεια.
Τελικά ουδείς εφιλοτιμήθη απο τους μπιντιεσεμίτες, έτσι δεν είναι;... Οπότε πέφτει ο κλήρος στους γενναίους... (τα Κ και υ στο δημόσιο πρόχειρο σά να λέμε)
Ά να μπράβο, βάζουμε πόδι/πόδια -ή μήπως και ποδαράκι; εκτός κι αν το μπερδεύω με το άλλο ποδαράκι («θα σου κάνω ποδαράκι»), το κλασικό ποδαράκι-στήριγμα για ν' ανέβει ο άλλος ψηλά, να σκαρφαλώσει ή να δεί πάν' απο φράχτη και λοιπά.
Πώ ρε π'στ' τί μου θυμίζετε... Είν' αυτό που λέμε, «άε ρε νιάνιαρο, πού 'χω ξεχάσει στη ζωή μου περισσότερα απ' όσα έχεις μάθει στη δική σου»...
Εμένα μου θύμισε το απ' το Καπάνι που ακούγεται πού και πού επάνω (βλέπε εδώ).
Το τα παίρνω στο κρανίο σημαίνει «νευριάζω», δέν είναι καθόλου συνώνυμο με το μου τη βαράει, λέω.
Επίσης, η αλλαγή στάσης που ακολουθεί το βάρεμα, δέν είναι απαραίτητο να είναι προς το ριζοσπαστικότερο. Θ' άκουγες άνετα πιχί την κουβέντα: «γενικώς τελευταία ακούω τα παλιά του Αντύπα, αλλα σε κάποια φάση χθές μου τη βαράει και βάζω ν' ακούσω Μαρινέλλα».
hά, περίεργο... Τα περισσότερα παραδείγματα που βρήκα ήτανε απο κυπραίους γιατί. Ε άς μας πεί και κάνας άλλος κυπραίος που μας διαβάζει!... τί; τζάμπα δουλειά εκανε το πονηρόσκυλο;
Όταν λές «χωριστή βαρύτητα»;
(Οτι γκουγκλάροντας βγάζει κάμποσα, προφανώς· έτσι βρήκα και τα παραδείγματα που έχωσα στον ορισμό...)
Εξαιρετικό, δέν τό 'χω ακούσει. (αλλα το ογδόντα, νά 'χα ίσαμε πέντε μπάιτ μπόι)
Δεκτά τα ιδιαίτερα σχόλια περι τοπικότητας (που δέν τα γνωρίζω), πάντως το αγαπώ με τη σημασία «είμ' ερωτευμένος» (όχι απαραίτητα για πρώτη φορά!, και χωρίς σκανδαλοθηρική χροιά απαραίτητα) ακούγεται σαφώς και εκτός Κρήτης. Συνηθέστατα περιπαιχτικά, αλλα όχι μόνο -σε φάση, φίλοι πού 'χουν να τα πούν καιρό, «- Τί λέει, αγαπάς αυτόν τον καιρό; - Έ, είναι μία κοπελίτσα στη δουλειά, με ταλαιπωρεί εδώ και κάνα μήνα...»
Να θυμηθούμε κι απ' την ελληνική τραγουδοποιία τον σχετικό Χατζή:
Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με ζωγραφιά
και συ την πήρες σοβαρά
και συ την πήρες σοβαράΜοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα
μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι
το μεγαλύτερο ανάκτορο
μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπιΚώστας Χατζής, «Απ' το αεροπλάνο» (1973)
Αναρωτιέμαι άν έχει φτάσει η έκφραση και σε μένα απο κύπρο. Τό 'χετ' ακούσει κανένας άλλος;
Θαρρώ πως το "σχέδιο" εν προκειμένω δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε λέξη.
Θεωρητικά ναί, αλλα εγώ πάντα το άκουγα έτσι.
«Χαρτί υγείας»...
Εξαιρετική ιστορία στο παράδειγμα!
Πάντως, το κώλος-μουνί δέν είναι μόνο ναυτική κουβέντα, όπως λέει κι ο Βράσταμαν/σφυρίζων.
Για την ακρίβεια, έχει τα εξής ο Τριαντάφυλλος:
-άλα [ála] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· εκφράζει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος: (κρεμώ) κρεμάλα, (τρέχω) τρεχάλα, (φεύγω) φευγάλα.
-άλας [álas] θηλ. -άλα [ála] : επίθημα με επιτατική σημασία ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (βλ. -αλάς): (πείνα) πεινάλας.
Άρα, να τα λέμε κι αυτά, ούτε γώ τα λέω καλά, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Τριανταφυλλίδη. Μάλλον συνδυασμό των δύο επιθημάτων έχουμε δώ, ίσως και έλξη απο το ψιχάλα, παρά αυτούσιο επιτατικό επίθημα -άλα (οπου να υπάγονται αμφότερα τα βροχάλα και τρεχάλα).
Παρόμοιος σχηματισμός και το βροχαλάκι (γκουγκλάρεται κι αυτό).
Μή συμφωνείς, αλλα η λέξη δέν προκύπτει ως λογοπαίγνιο, το λογοπαίγνιο είναι ευκολιά άφτερ δε φάκτ, όπως και άπειρα άλλα. Σε λίγο θα μας πείς κι οτι το καρέκλα προκύπτει απ' το κάψιμο και τη ρέκλα να πούμε...
Μ' αυτά τα θολωτικά που γράφεις θα φάμε ομαδικά ροχάλα.
Εντελώς φάουλ ορισμός. Βροχάλα σημαίνει "πολύ δυνατή βροχή" βάσει του μεγεθυντικού -άλα (βλέπε και τρεχάλα), ποιό "λογοπαίγνιο";... Φαίνεται και απ' τα παραδείγματα.
Συμφωνώ με σούλτο, το αρσενικό χρησιμοποιείται εξίσου, έχω την εντύπωση, δέν είναι κατεξοχήν σεξιστική κουβέντα.
Δέν τό 'χω ακούσει.
Θά 'χ' ενδιαφέρον μιά ρητή αντιπαραβολή με τον όρο εχθρός. Σύμφωνα με τον ορισμό επάνω, έχουμε επικάλυψη, αλλα και σαφείς σημασιολογικές διαφορές, που φαίνονται ήδη στη σύνταξη (το εχθρός δέν συντάσσεται μόνο του, χρειάζεται προσδιορισμό, εχθρός ποιανού;).
Ωραίος, Χάν.
Εξαιρετικό!
Δέ το θυμάμαι πάντως έτσι απο Θεσσαλονίκη ή και Βέροια. Κι άμα δέ το λέγαμε βάζουμε ποδαράκι, ίσως τα λέγαμε βηματάκια πλάκα-πλάκα. Δέ θυμάμαι ρε γαμώτ...