Και γιατί μόνο ενικό πλάκα-πλάκα; Η αντικατάσταση προσώπου παίζει άνετα καί σε πληθυντικό (τό 'χω ακούσει, δέ μιλάω θεωρητικά).
Ενδιαφέρον λήμμα παρεμπιπτόντως, που δέν το έχω συναντήσει ποτέ. Λίγο μπερδευτικός πάντως ο ορισμός, ενώ το παράδειγμα του νοθεΐτη ξεκαθαρίζει τα πράματα. Καταλαβαίνω τελικά οτι πρόκειται για το είμαι/γίνομαι με την έννοια του «έχω κανονίσει/κανονίζω» (για βραδινή έξοδο πιχί). Μάλιστα, είμαι/γίνομαι + «κατηγορούμενο»: πιχί, είμαι καφενείο ίσον «κανόνισα να πάω στο καφενείο». Είμαι σωστός ή χάνω κάτι;
Σ' αυτήν την περίπτωση σχετίζεται και με το σχηματισμό είμαι για + τοπικός προσδιορισμός (είμαι για καφενείο), κι' ίσως και να προέρχεται απ' αυτόν. Χμ.
Νοθεΐτης, γαμάτος.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι μπερδευτικό, εφόσον μπορεί κανείς να καταλάβει οτι ο τύπος λέει ποιός θα είμαι εννοώντας «ποιός θα είναι, ποιός θα βρίσκεται εκεί» (και όχι αυτό που ορίζει ο αγκού)· αλλα το τελευταίο είναι τρίτο πρόσωπο, και όχι δεύτερο που λέει ο ορισμός. Απ' την άλλη, η αντικατάσταση σε πρώτο πρόσωπο μπορεί να παίζει καί για δεύτερο καί για τρίτο, οπότε 'ντάξ'.
Μπράβο ρε αλίβ! Στον πληθυντικό νομίζω είναι μπαλαμί ή μπαλαμέ;... Επίσης, συνώνυμο που ψαρεύω απο βιβλίο του Φίλιππου Μανδηλαρά (Ο μεγάλος ίσκιος και οι Τσιγγάνοι, Πατάκης 1999), γκάτζο (πληθ. γκατζέ).
[ωστε τέτοια λένε οι γυναίκες μεταξύ τους τελικά... λύνουν φιλολογικά ζητήματα...]
Μπορεί όντως να σημαίνει καί τα δύο, και εξαρτάται φυσικά απο τα συμφραζόμενα. Χωρίς άλλα συμφραζόμενα, άν μου τό 'λεγε αυτό μια γκόμενα, θα καταλάβαινα οτι θέλει να την πηδήξω εγώ, άν όμως μου τό 'λεγε γκόμενος, έ, θα ανησυχούσα κατιτίς...
Πάντως, «κανονικά», εφόσον το παίρνω (κάποιον) σημαίνει «πηδάω (κάποιον)», και μόνο το έναρθρο τον παίρνω (από κάποιον) σημαίνει «πηδιέμαι (απο κάποιον)», θα έπρεπε κανείς να καταλάβει οτι θέλω να σε πάρω στα τέσσερα σημαίνει «θέλω να σε πηδήξω στα τέσσερα». Και φυσικά, άν το πεί γκόμενα αυτό, το κάνει καταχρηστικά, ακριβώς όπως και άμα πεί θέλω να σε γαμήσω εννοώντας «θέλω να με γαμήσεις/να πηδηχτούμε».
Και δέν της λές να περάσει απ' το σάιτ; Απ' ότι φαίνεται τό 'χει η γυναίκα... :-)
Ωραίος, άν και δέν τό 'χω ακούσει. Ενδιαφέρον και το λίνκι μπετατζή.
Εννοείται πως η λωρίδα λέγεται ευρέως μ' αυτήν τη σημασία. Στη Θεσσαλονίκη, έχω κι' εγώ την εντύπωση οτι παλιότερα (δεκαετία ογδόντα) λεγόταν περισσότερο απ' τη μοϊκάνα, αλλα οτι αργότερα υποχώρησε (μάλλον γιατί αργότερα μάθαμε καλύτερα αγγλικά).
Έλα ρε Χάν, δέν καταλαβαίνεις τώρα την τακτική του κλικαδόρου αποπάνω;...
Το άκουγα πάντα ώς ντέφ' να γίνει, ενώ το σκατά να γίνει δέν το 'χω ακούσει προσωπικά.
Τζόνι, γιατί δεν αναλαμβάνεις το -άκιας ρ' εσύ; Ήδη η λίστα σου δείχνει αρκετά καλά πώς λειτουργεί το επίθημα στην καθομιλουμένη, τό 'χεις πλέον.
Εγώ, καθότι φανατικός ακιάκιας, λέω να τ' ανεβάσεις καί τα δύο. Και το σωστό είναι παρόλα 'φτά, το χριστό μου μέσα... Ορίστε μας...
Για τον ΟΕΔΒ, στην Κρήτη λέει λεγόταν και το «Διάβαζε βούι (=βόδι), έμεινες οφέτος».
Όπως λέμε «πέρα βρέχει»;
Ρε ιζνογκούντ, δέ μας έχεις συνηθίσει σε τέτοιες προχειροδουλειές. Έχεις θολώσει δύο ριζικά διαφορετικές έννοιες («ιστοχώρος που κατακλύζεται απο τρόλ» και «ηγετική κλίκα του ιστοχώρου») σε ένα λήμμα, και περίμενες και καλή βαθμολογία;... :-Ρ
Γκάτζμαν;!... Γκάτζ;!!!...
[α έχω χάσει επεισόδια...]
Αυτό που δέν ξεκαθάρισα επάνω είναι οτι χρησιμοποιείται και ώς επίθετο, όχι μόνο επίρρημα, όπως φαίνεται και στο παράδειγμα 3 άλλωστε.
Προπροτελευταίε, τί εστί «μαρακόνια»;
Η αγαπημένη μου για το ντέντλαϊν είν' αυτή εδώ.
(Κι' εσείς μου λείπετε, αλλα είμαι άντρας εγώ και δέν λέω τέτοια χαζά...)
Κάτσε ρε τζόνι. Εσύ λές οτι «η πρώτη παράγραφος βρίθει ταυτολογιών και επαναλήψεων», εγώ λέω οτι βρίθει συνώνυμων εκφράσεων, συνεπώς, ασφαλώς και προσθέτει ουσιαστικά στο διεκπεραιωτικό ορισμό του Μπαμπινιώτη. Φάουλ.
Μετά, «η δεύτερη εκφράζει υποκειμενικές απόψεις του συγγραφέα που αφορούν μόνο τον ίδιο». Τυχαίνει να βρίσκω ενδιαφέροντα τον παραλληλισμό ανάμεσα στο «νευριάζω κατεξαίρεση ως άνθρωπος» και το «παίρνω ανάποδες στροφές κατεξαίρεση ως μηχανή» (που παρατίθεται αργότερα). Φάουλ και πάλι.
Ύστερα, τί είν' αυτά περι ερασιτεχνισμού; Βάλαμε απαιτήσεις αυθεντίας στο σλάνγκ τζι άρ όσο απείχα; Εγώ δικαιούμαι να καταχωρίζω πλέον ορισμούς ενώ δέν έχω βγάλει φιλολογία ξερω 'γώ;
Τί έγινε ρε παιδιά; Τί έχω χάσει;
Ωραίος ο τζίζας. Την προέλευση δέν την ήξερα προσωπικά και δέν θα φανταζόμουν οτι προέρχεται απο παγιωμένη μεταφορά στο χώρο της πάλης, το άκουγα πάντα ώς συνώνυμο του ταρζανιές.
Κλασική σχολική αργκό (τόσο, που την έχει και ο Μπαμπινιώτης). Το -ερός παίζει και αλλού στην παιδική, και όχι μόνο, αργκό, πιχί γαμιστερός.
Γαμάτος. Και πάνω στο χύσι.
Ωραία αυτά τα επίθετα που σχηματίζονται ως <όνομα + πρόθεση + όνομα>. Η πρόθεση είναι συνήθως το επί και τα ονόματα κατα κανόνα είναι δισύλλαβα επίθετα που συμπίπτουν: φαυλεπίφαυλος, σαχλεπίσαχλος, λεπτεπίλεπτος, αλλεπάλληλος (διαφορετικά επίθετα), αλλοπρόσαλλος.
Δέν θυμάμαι άλλα του κανόνα που να έχουν εδραιωθεί, αλλα προσωπικά εκτιμώ πολύ το καυλεπίκαυλο.
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό έψαχνα λήμμα για το νοτόριους «νυχάκι» ;-) Βράστας Ναί ναί ναίαι... Μέχρι που σκεφτόμουνα να το αναθέσω και στον Χότζα να φανταστείς...
Πολύ εκτίμησα το καβαφικό σου άρθρο. :-Ρ
Τί 'ν' αυτό ρε παιδιά;, διαφήμιση τύπου λίβ γιορ μίθ ίν γκρίς;... :-Ρ