Έχει δίκιο ο/η vikar για το παλαιό του γλωσσικού αυτού φαινομένου. Στην λογοτεχνία λέγεται λετρισμός (από την γαλλική λέξη lettre, δηλ. γράμμα του αλφαβήτου) και, αν θυμάμαι καλά, το κίνημα πρωτοεμφανίστηκε την δεκαετία του '40 από έναν Ρουμάνο.

Παραθέτω εδώ ένα ελληνικό ποίημα που προηγήθηκε του περπουτσίου. Είναι ένα σονέτο του Λαπαθιώτη, γραμμένο το 1938.

ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ

Ζινώντας αποβίδονο σαβίνι
κι απονιβώντας ερομιδαλιό,
κουμάνισα το βίρο τού λαβίνι
με σάβαλο γιδένι τού θαλιό.

Κι ανέδοντας έν' άκονο λαβίνι
που ραδαγοπαλούσε τον αλιό
σινέρωσα τον άβο τού ραβίνι,
σ' έν' άφαρο δαμένικο ραλιό.

Σούβεροδα στ' αλίκοπα σουνέκια·
μεσ' στ' άλινα που δεν εσιβονεί
βαρίλωσα σ' ακίμορα κουνέκια.

Και λαδαμποσαλώντας την ονή,
καράμπωσα το βούλινο διράνι,
σαν άλιφο τουνέσι που κιράνει...

#2
iron

in αυνάνας

Μην ζοχαδιάζεστε παίδες... Όλα τα διορθώνουν τελικά οι mods, απλώς θέλει χρόνο και υπομονή. Ας γράφει ο καθένας όπως ξέρει, έχει κι αυτό την πλάκα του.

#3
iron

in πούτσες μπλε

... όπως λέμε 'πίτσες από την Βιλγαρία'...

#4
iron

in γατόγυρος

Δεν ξέρω για τους γύρους, αλλά δυστυχώς για τα κινέζικα συμβαίνει. Στην Ολλανδία κάποτε έκλεισαν αρκετά για τον λόγο αυτό. Όσο για δω, καλού κακού μην τρώτε κρέας στα κινέζικα, προτιμήστε γαρίδες, ή κοτόπουλο, κάτι άσπρο τέλος πάντων, ή μην φάτε καθόλου κινέζικα, σιγά και τι έγινε πια...

#5
iron

in μουλάρι

Δεν συμφωνώ με το σκατόψυχος. Απλώς ο αδιάφορος, ο αμετακίνητος, ο ανεπηρέαστος.

#6
iron

in βλαχομπούρμπερη

πάααααρα πολύ εύστοχο!! να προσθέσω ότι δεν έχουν μόνο βαριά προφορά, αλλά κυρίως βαριά περπατησιά!

#7
iron

in το μουνί της Χάιδως

Πάει ως εξής: "Τ' αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως".

συνεχίζεται ως εξής: "... και το μουνί της Χάιδως"

#9
iron

in αρχίδια καπλαμά

λέμε και 'αρχίδια καπαμά'

#10
iron

in ψωλίδι

λέμε επίσης και: ψωλί (το)

#11
iron

in καραμήτρος

Είναι από ένα παλιό ανέκδοτο του στρατού: ο διοικητής πρέπει να ανακοινώσει στον Καραμήτρο ότι έχασε και τους 2 τους γονείς του και δεν ξέρει πώς να το κάνει γιατί τον λυπάται και προαπσθεί να βει έναν λεπτό τρόπο... Στην αναφορά λοιπόν, λέει σε όλους: "Όποιος έχει πατέρα, να κάνει ένα βήμα μπροστά". Κάνουν όλοι ένα βήμα, κάνει και ο καημένος ο Καραμήτρος. Μετά, ο διοικητής λέει: "Όποιος έχει μάνα, ας κάνει άλλο ένα βήμα μπροστά". Κάνουν όλοι, κάνει και ο καημένος ο Καραμήτρος. Και τότε λέει ο διοικητής: "Πού πα ρε Καραμήτρο..."

#12
iron

in οφθαλμόλουτρο

μήπως είναι από Μαλβίνα ο όρος;

#13
iron

in στ' αρχίδια μου

το παράδειγμα άπαιχτο!

#14
iron

in τσαπατσούλα

δεν παίζεσαι!

Η λέξη greeklish προσδιόριζε αρχικά τις αγγλικές λέξεις που είχαν μετατραπεί από τους έλληνες μετανάστες σε ελληνικές. Πχ: ρουφιάνος = αυτός που επισκευάζει την οροφή (roof), τυρούμι = τσαγάδικο (tea room), κλπ.

#16
iron

in λάικα

Επίσης (υποτιμητικότερο): λαϊκάτζα.

#17
iron

in τούτι, τούττι, tutti

Ο όρος προέρχεται από την κλασική μουσική. Είναι (συνήθως) ένα μουσικό πέρασμα όπου παίζει η ορχήστρα χωρίς τον σολίστα.

#18
iron

in πιριπιτσόλι

Κάτι σαν την Καλομοίρα, ας πούμε;

#19
iron

in γαμήσι

Λέμε επίσης: τα γαμησιάτικα.

#20
iron

in κωλοπιάσιμο

οκ. διορθώθηκε!

Λέμε επίσης: του Αγίου Πούτσου ποτέ.

#22
iron

in εργαλείο

Εγώ άλλο ήξερα ότι είναι το εργαλείο, αλλά για να το λες...

#23
iron

in βέλγος

Αυτά τα λένε κυρίως οι γάλλοι που τρέφουν προαιώνια ζήλεια προς τους βέλγους.

#24
iron

in ψηφιδωτή κλανιά

Αυτή δεν είναι επίσης η γνωστή ως κομπολογάτη;

#25
iron

in έμο, ίμο, emo

homo pseudomelancholicus phrantzoplectus, καταπληκτικό!

#26
iron

in κατσιμηχέσω

Τέλειο! και ο ορισμός και όλα! Όσο για το περί Σαββόπουλου, ακόμα καλύτερο!

#27
iron

in κλαν μάι πούτς

Επίσης: κλασ' μάι πουτς εντ κις μάι ας.

#28
iron

in μπαλνταφάν

bal

#29
iron

in τσίμπα!

Παλιό άνοστο αστείο. Η στιχομυθία πρέπει να πάει ως εξής:
Κάποιος λέει κάτι το οποίο δεν γουστάρουμε και του απαντάμε
-Τσίμπα ένα αρχίδι! (= σιγά, άει χέσε μας, άσε μας κάτω, κλάσε μας μια μάντρα, άει παράτα μας, πριτς, τι λες μωρέ κλπ)
-...
-Παρεξηγήθηκες;
-Όχι μωρέ...
-Τσίμπα άλλο ένα.
Και υποτίθεται ότι με αυτήν τη μαλακία γελάμε.

#30
iron

in γίβεντο

ξεγιβέντισέ μας ο γιος σου = μας έκανε ρεζίλι ο γιος σου
ξεγιβεντισμένος = ρεζιλεμένος