Διαπιστωμένα από το google λέγεται και «γιεσμενάκης» (ή γιεσμενάκης) και το «γιεσμενάκι» (ή γεσμενάκι).
απ' ό,τι φαίνεται, λέγεται και με την μεταφορική έννοια του «τρώω», π.χ. εδώ.
Αληθινό:
ΚΕΤΘ. Με βήμα πάμε στην σκοπιά, με βήμα πα' να φάμε (σε λίγο θα μας μάθουνε με βήμα να πηδάμε). Παρατεταγμένη η ίλη έξω από τα εστιατόρια, μόνο που όλοι βιάζονται να φάνε. Υποτίθεται πρώτα μπαίνει ο πρώτος από τους πέντε στοίχους (=στήλες) συντεταγμένα και μετά ο δεύτερος κλπ. Σιγά-σιγά όλοι αφήνουν το στοίχο τους και φεύγουν με τον πρώτο. Ένας από τον πέμπτο φωνάζει: «Τι στοίχος είναι αυτός ρε μάγκες; Του Φοίβου;»
- Τοκ-τοκ.
- Ποιος είναι;
- Jean-Claude Van Damme.
- Βρε δεν πάτε στο διάολο κι οι τέσσερις;
Επίσης και απαξιωτικός χαρακτηρισμός, κάπως ασαφής.
Πάλι από οπαδικό περιβάλλον (στα Βόρεια) αλλά σαν χαρακτηρισμός γενικά, όχι μόνο για παίκτες, έχω πετύχει πολλές φορές να λένε «γατάκι» και να εννοούν αυτόν που πουλάει μαγκιά αλλά δεν τον παίρνει, που είναι θρασύς αλλά τελικά θρασύδειλος, που εμφανίζεται επιθετικός στα λόγια εκ του ασφαλούς ή εκμεταλλευόμενος μια οπισθοχώρηση του αντιπάλου, αυτόν που τέλος πάντων προσπαθεί να βρυχηθεί σαν λιοντάρι αλλά στην πραγματικότητα είναι γατάκι.
ελπίζω να πετύχουμε την Ρεάλ σε τίποτα Ημιτελικούς έτσι να την γλεντήσει λίγο ο Τσιτσαρίτο και η παρέα του για να μην μιλάνε τα γατάκια μετά.
ΑΝΤΕ ΡΕ ΓΑΤΑΚΙ....ΠΑΝΕ ΠΕΣ ΤΑ ΠΟΥΘΕΝΑ ΑΛΛΟΥ ΑΥΤΑ! ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΙΞΟΥΝ ΒΟΛΛΕΥ ΓΙΑΤΙ ΕΧΟΥΝ ΑΡΡΩΣΤΗΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ.
[I]- Gamiste tous!!!AEL tyri ael tyri to mouni tis manas sas larisinoi!
- skase gataki...[/I]
Βλ. και σχόλιου του χρήστη «Ο ΑΛΛΟΣ» στο λήμμα μα τον Τουτάτη.
Εμένα μου άφησε μήνυμα στο θυροτηλέφωνο αλλά το έκοψε ο διαχειριστής γιατί ήταν σε greeklish.
Ποια γάτα; Ποια λόλα;
Α, ξέχασα, αν είναι famous grouse το αστειάκι ολοκληρώνεται: «θα σφάξω μια πέρδικα».
Το «σαραντάρι» ρε παιδιά μόνο δικό μου είναι; Προσπαθώ καιρό να το εντοπίσω στο διαδίκτυο ή ρωτώντας κόσμο αλλά δεν παίζει.
Αν είναι όντως δημιουργία δική μου είμαι περήφανος για την πάρτη μου και με γουστάρω πολύ γιατί είναι μια χρήσιμη λέξη: Είναι τα ποτά του εμπορίου με 40% αλκοόλ (ουίσκι, βότκα, τζιν, ρούμι, ίσως τεκίλα, δεν θυμάμαι). Όλα αυτά έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά και βοηθάει να έχουν μία λέξη. Δηλαδή αν μιλάμε για διασκέδαση, στο μυαλό μου είναι χοντρικά: α. οι νορμάλ μπύρες (4-5% αλκοόλ), β. τα κρασιά (περίπου 10-15), γ. τα σαραντάρια, δ. τα πιο δυνατά (τίποτα ρούμια μυστήρια, δυνατα τσίπουρα, τεκίλες δολοφονικές) και ε. τα μια κατηγορία από μόνα τους (οι δυνατές μπύρες, η ursus, η north).
Παίζουν και τα spaceοειδή αλλά έχω να πιω τέτοιο από το Λύκειο.
Τεσπά, την λέξη «σαραντάρι» την έχετε ακούσει εσείς;
Vikar! Πού 'σαι αρχηγέ μου;!
Έχω κι ένα λήμμα σου από το πρόχειρο και το παιδεύω, πρέπει να το τελειώσω κι αυτό.
Αμφιβάλλω λίγο να είναι καθιερωμένη σημασία. Το google δεν έβγαλε κάτι τόσο ειδικό. Ποτέ δεν ξέρεις βέβαια.
Μήπως το γέλιο ήταν σε θήτα δίεση;
Σας αφήνω τώρα, πάω για λίγα ψώνια.
Σα δεν ντρέπεσαι. Πού είναι οι αρμόδιοι με τους μαρκαδόρους;
Ωραίος...
Η ορθόδοξη εκκλησία τιμά τους «δια Χριστόν Σαλούς», τους τρελούς δηλαδή για χάρη του Χριστού. Ένα περιληπτικό άρθρο εδώ.
Έχοντας αυτό στο νου, ότι δηλαδή η λέξη είναι σχετικά παλιά και (τουλάχιστον κάποτε) δόκιμη, βρήκα μέσω του translatum.gr το εξής από το site Άσπρη Λέξη:
[I]Το ουσιαστικό σάλος χρησιμοποιείται σήμερα συνήθως με τη σημασία: ο ευρύτατος, συνήθως αρνητικός, αντίκτυπος που έχει ένα γεγονός στην κοινή γνώμη (Μ.Τριανταφυλλίδης). Ωστόσο η αρχική έννοια της λέξης είναι: θαλασσοταραχή, έντονη κύμανση της θάλασσας. Η τελευταία - που επιβιώνει στο παράγωγο ρήμα σαλεύω - προδίδει την αρχαία καταγωγή του ουσιαστικού: Σάλος στην αρχαία ελληνική είναι η φουσκοθαλασσιά, το ταρακούνημα της θάλασσας, το σκαμπανέβασμα του πλοίου.
Ωστόσο, όπως μαρτυρούν παλαιότερες χρήσεις της λέξης, ήδη στην αρχαία ελληνική είχε αρχίσει να δηλώνει την ανησυχία, την ταραχή - σημασία που τελικά έγινε η βασική.
Διαφορετική έννοια έχει βέβαια το ουσ. σαλός (= ηλίθιος, τρελός), μεσαιωνική λέξη, που συνδέεται όμως με το ρήμα σαλεύω, που ετυμολογείται από τον αρχαίο σάλον. Έτσι ο σάλος και ο σαλός είναι απρόβλεπτα συγγενείς λέξεις.[/I]
...κι όταν μπεις μέσα σε πιάνει στο μπύρι-μπύρι.
Ή «άντε ρε μαλάκα, τι κάνεις τόση ώρα, βάφεσαι;»