Να το συγχωνεύσουμε με το νεραντζόκωλος;
Επειδή δεν κατάλαβα, λες ότι το "Να! Πάρτα να μην στα χρωστάω" είναι βασικά "Ναι! Πάρτα να μην στα χρωστάω";
Αντιπρβλ το άσχετο: αερογάμης.
Όπα, αυτό τώρα το είδα! Μία μία μπριζολάκια ακόμα φέρε μάστορα!
Ρήμα: μενσιώνω.
Από εδώ:
Πήγαινε κοιμήσου μωρή κάμπια. Που έμαθες να μενσιώνεις τις κοτσάνες σου σε POTUS και Hollande. Σούργελο.
Αυτό τώρα λέγεται; Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο σε αναζήτηση στο διαδίκτυο. Επίσης, απ' ό,τι φαίνεται, με αυτό το όνομα υπάρχει κάποιος λογαριασμός σε κοινωνικό δίκτυο που ασχολείται με τις πολιτικές εξελίξεις. Μήπως αναφέρεσαι εμμέσως σε αυτόν τον άνθρωπο;
Και απλούστερα, "κάνω συκώτι".
Από τσατ:
- χαχχαχχχαχα
- Ωχ μαλάκα, συκώτι έκανα
Δεν ξέρω για μπαμπαδίστικο, αλλά το θυμάμαι σαν παιδικό χιούμορ (όταν παίζαμε μπάλα).
Το λήμμα δεν συμπεριλαμβάνεται στο παράδειγμα. Στείλε αν θέλεις μια αναφορά για να τροποποιηθεί.
Κοίτα, εγώ ξέρω ότι το "χωριό" το λένε στην Αθήνα με αυτήν τη σημασία. Από κει και πέρα, ξέρω ότι στην Κεντρική Μακεδονία που έχω ζήσει και κινηθεί πολύ (Θεσσαλονίκη, Νομός Πέλλας, Νομός Ημαθίας, επαφές από Νομό Κιλκίς) αλλά και, με λιγότερη σιγουριά, σε όλην την Μακεδονία, το "χωριό" το λένε για μικρούς οικισμούς - για τον τόπο καταγωγής λένε "θα πάω στα μέρη μου", "θα πάω στην πατρίδα μου" (αν είναι κάπως μακριά) κλπ.
Αν σε καταλαβαίνω καλά, λες ότι δεν είναι δίπολο "Αθήνα-Θεσσαλονίκη" αλλά "Πρωτεύουσα-Επαρχία". Αυτή η διάκριση που κάνεις μήπως ανάγεται περισσότερο σε συζήτηση περί νοοτροπίας των Ελλαδιτών για την χώρα τους; Σε περισσότερο κοινωνικό-ιστορικό επίπεδο, παρά σε γλωσσικό;
Εγώ προσπαθώ να πω κάτι διαφορετικό και, ήλπιζα, απλούστερο. Ότι σε συμφραζόμενα τύπου "πάω στον τόπο καταγωγής μου":
1. Στην Αθήνα (=λεκανοπέδιο Αττικής) λένε "πάω στο χωριό μου" ενώ στη Θεσσαλονίκη (=κεντρική Μακεδονία, ίσως και σε όλην τη Μακεδονία) δεν το λένε αυτό.
2. Μια εξήγηση θα ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ότι η Αθήνα είναι τουλάχιστον πενταπλάσια από οποιαδήποτε άλλη πόλη ενώ η Θεσσαλονίκη είναι το πολύ διπλάσια, γι' αυτό και η χαλαρότητα των Αθηναίων στη χρήση της λέξης "χωριό".
3. Εγώ όμως, προσωπικά, πιστεύω ότι ακόμα και αυτό να ισχύει, δεν εξηγεί πλήρως το φαινόμενο αλλά ότι εμφιλοχωρεί και ιδιωματισμός.
4. Για τον όρο ιδιωματισμός δεν είμαι σίγουρος ότι είναι σωστή η εδώ χρήση του.
Είναι σα να έλεγα ότι στην Αθήνα λένε "πολυκατοικία", αλλά στη Θεσσαλονίκη λένε "οικοδομή". Μπορεί να μην είναι γεωγραφικά απολύτως ακριβές το δίπολο (όπως λέω στο εκεί σχόλιο) αλλά νταξ, σε καμία περίπτωση δεν είναι και οφ.
Επίσης, βλάχος στην Αιτωλοακαρνανία σημαίνει τον τσομπάνη, τον βοσκό, χωρίς καμία εθνοτική σημασία, αξιολογική χροιά ή φόρτιση. Πραγματικά παραδείγματα:
- Μ' αυτόν τον Αλβανό τι σχέση είχε;
- Τον είχε βλάχο στα πρόβατα.
- Αυτή η φωτιά τώρα Φλεβάρη μήνα πώς μπήκε;
- Ε, κάνας βλάχος θα την έβαλε για βοσκοτόπια.
Το "βλάχος" με τη σημασία του ορισμού, δηλαδή χωριάτης, λέγεται πολύ στην Αθήνα αλλά όχι στη Βόρεια Ελλάδα. Τουλάχιστον δεν πολυλεγόταν, γιατί με την (αθηναϊκή) τηλεόραση νομίζω πως αυτή η σημασία της λέξης φτάνει σε όλην την Ελλάδα.
Επίσης, μια άλλη από αυτές τις μικρές διαφορές Αθήνας-Θεσσαλονίκης ή, εν προκειμένω, Αθήνας-Βόρειας Ελλάδας είναι η φράση "πάω στο χωριό (μου)" ενν. για Πάσχα/διακοπές/μια δουλειά. Στην Αθήνα λέγεται για οποιονδήποτε προορισμό καταγωγής κάποιου, όσο μεγάλος κι αν είναι, από πραγματικό χωριό εκατοντάδων κατοίκων μέχρι πόλεις όπως η Καλαμάτα και η Λαμία. Στα βόρεια υπάρχει μια πιο σφιχτή χρήση του χωριού - νομίζω πως δεν θα πει κανείς εύκολα "πάω στο χωριό μου" εννοώντας τη Βέροια ή την Καβάλα. Προφανώς παίζει ρόλο η μεγαλύτερη διαφορά στα μεγέθη Αθήνας-λοιπής Ελλάδας και Θεσσαλονίκης-λοιπής Ελλάδας, αλλά είναι και ιδιωματικά διακριτή χρήση (σόρυ για τυχόν λάθος χρήση των όρων εδώ).
Λέγεται και το στραπόνιασμα = pegging:
Από εδώ:
Διόλου έτσι δεν είναι. Οι προτιμήσεις του συγκεκριμένου ήταν το στραπόνιασμα και η ενασχόληση με τον μαζοχισμό. Λαμβάνοντας υπόψη τα όριά του, που δεν του επέτρεπαν να εντάξει αυτές τις προτιμήσεις του σε κάτι που τελικά θα απολάμβανε περισσότερο και που θα τον "μεγάλωνε" ως άνθρωπο, αποχώρησα.
Ναι, σωστά.
Ναι, σωστό το πρώτο που λες. Για το δεύτερο, τι να σου πω, μάλλον λέγεται αρκετά και φαίνεται και σε μένα αξιοσημείωτο.
Λέγεται και σε ενεργητική φωνή, με το ρήμα μεταβατικό. Και με μια δόση σύγχυσης με το παίζω μαλακία = κάνω κάποιον να έχει οργασμό με τα χέρια μου.
Από το διαδίκτυο:
Giati den synexisate thn parea me ton Vaggelh?
γιατι μου επαιξε μαλακια (οχι τη μαλακια που εχουμε αναμεσα στα ποδια μας, εγω δεν εχω τετοια δυστυχως αλλα θα ηθελα:/)
Από εδώ:
Δηλαδη αποκλειεται να της επαιξε μαλακια αυτος δηλαδη και τωρα να το σκεφτεται και να νιωθει ασχημα;
Αν και ψιλοαυτονόητο, να σημειωθεί ότι η λέξη κώλος μένει άκλιτη. Βλ. και εδώ.
Κάπως ενδιαφέρον το ότι συχνά μένει άκλιτο. Π.χ.
Το ίδιο και στο γίνομαι κώλος, όπου ο κώλος μένει πάντα άκλιτος.
Δεν ήξερα το λήμμα με αυτή τη σημασία. Πάντως το ήξερα "γρατσουνάω" όπως στο παράδειγμα και δεν το είχα ακούσει "γρατσουνίζω".
Σε κάτι άλλο, γρατσουνάω κάποιο μουσικό όργανο σημαίνει το παίζω ερασιτεχνικά, ευκαιριακά, χωρίς αξιώσεις αλλά με ένα κάποιο μεράκι.
Με αυτήν την τελευταία σημασία χρησιμοποιείται και το ρ. χαρτσαλεύω το οποίο νομίζω πως σημαίνει προκαλώ μικρό θόρυβο σκαλίζοντας κάτι ή πατώντας κάτι, ιδίως για μικρά ζώα.
Το παρόν λήμμα μου φαίνεται περισσότερο σαν inside joke μεταξύ λίγων έως και ελάχιστων ανθρώπων, ωστόσο δεν μπορώ να είμαι και σίγουρος.
Σημειώνω ότι angeldust (αγγελόσκονη) στα αγγλοαμερικανικά είναι το PCP και όχι η ηρωίνη. Αν στα ελληνικά έχει άλλη σημασία, αυτό δεν το γνωρίζω.
Η φράση "πιο εύκολα εξουσιάζεται αυτός που διψά για εξουσία" πιθανόν προήλθε από εδώ:
People who need to bully you are the easiest to push around.
Douglas Adams, The Long Dark Tea-Time of the Soul
Όχι ότι έχει και μεγάλη σημασία, αλλά "μαλακίες ανά σεκόντ" δεν μπορεί να είναι "αυτός που...", αλλά ή υποτιθέμενη μονάδα μέτρησης.
patsis
in μουλέτι