Μα δε βλέπεις που μου κολλάει ο τραμβαγέρης;
:-Ρ
και η αποστρατικοποίηση.
Ναι, αλλά η Γαλλία έχει μια υπεροψία, μια καχυποψία, μια υστεροβλεψία κι όλα τα -ψία...
:-Ρ
Currently unavailable...
Maybe you' re a Richmond poo...
Οι Γάλλοι κομυξιάρηδες χρόνια τώρα έχουν taboo-ρωθεί πίσω απο δυο στρατόπεδα: Τους αστερικιστές (οτι αναρχισμός, κοινοτισμός, μανιαουρισμός και ο μέλανας δρυμός) και τους τεντενιστές (οτι Γαλλία, υπεροψία κι αποικιοκρατία).
Γαμώ τα μήδια!
@poniro: Έχει ολόκληρο άρθρο ο σαραντ με τέτοια άσματα. Τιτλοφορείται «ο Ροβιόλης κατοικεί στην οδό Γραφημώνος» και μιλά για την «αιμοδιψή Ζωντανίνα» ([...] θέλει κι η Ζωντανίνα πίνουν το αίμα τους [...]) και τον «βιρτουόζο» Ροβιόλη ([...] με βιολί σαν του Ροβιόλη, θα χορέψουν κι οι διαβόλοι [...])!
:-)
Είναι εμφανές το allocation του ορισμού, αλλά δεν συμφωνώ με τους πλίνθους τε και κεράμους, που τον συνθέτουν.
Η πραγματικότητα της δικηγορίας είναι γνωστή μόνο στους Δικηγόρους και δεν έχει σχέση με τα ιστορούμενα. Αν ήταν το πουλί βιολί θα το επαίζανε πολλοί...
Ο Δικηγόρος, ούτω ή άλλως πρέπει να ζήση απο τις υποθέσεις που αναλαμβάνει, είτε τις αναλαμβάνει με χαρά είτε βαρυγκομώντας. Βέβαια, κάνει καλό στην ψυχή να ξέρεις οτι ο πελάτης σου έχει δίκιο (π.χ. άδικα απολυμένος, κατηγορούμενος-θύμα των περιστάσεων κλπ). Βέβαια, οι Δικηγόροι αθώων λαμβάνουν πάγια κατά πολύ μειωμένες αμοιβές σε σχέση με τους Δικηγόρους ενόχων (ο Νόμος συνήθως τραβολογάει τζάμπα κανα φτωχαδάκι).
Ο Δικηγόρος πληρώνεται για να’ ναι ψύχραιμος. Κανείς σοβαρός Δικηγόρος δεν ταυτίζεται με τις απόψεις του πελάτη του (ιδίως αν αυτές είναι παθιασμένες). Αν το κάνει, θα συμπαρασυρθεί στην καταστροφή μαζί μ’ αυτόν (αν ήταν γιατρός θα πέθαινε μαζί με τον ασθενή)...
Ο κ. Λυκουρέντζος δεν αποτέλεσε ποτέ πρότυπο κανενός αριστερού. Όσο για το τζινάκι που λάνσαρε, το έκανε γιατί μπορεί.
Ημιαθλητικό πατούμενο φορούν όλοι οι Δικηγόροι της πιάτσας, γιατί η ορθοστασία και η τρεχάλα απαιτεί ελαστική και αντιολισθητική σόλα στις τριτοκοσμικές συνθήκες των παρ’ ημίν δημοσίων υπηρεσιών (ειδεμή κλάφτα Χαράλαμπε-θα φάς σούπα και θα μείνεις στο κρεββάτι 5-6 μήνους απλήρωτος). Οι Δικηγόροι της «μαχόμενης», ούτε καν σπέσιαλ ρούχα φορούν, αλλά κοστούμια-ταγιέρ «της δουλειάς», διότι οι εγκαταστάσεις είναι μπιχλώδεις. Όταν κάποιος φίλος απο την Αυστραλία είδε στην Απελπίδων μουνάκια και φλωράντζες δικηγόρους σε σούπερ κυρίλα να στέκονται αλύγιστοι σαν μανεκέν, αναρωτήθηκε: «Ήρθες εδώ για να γαμηθείς ή για να δουλέψεις»;
Το να λέει κάποιος οτι οι Συνήγοροι των καταπιεσμένων είναι ή φραγκάτοι ή μπατίρια, είναι τόσο ευτράπελο όσο η μνημειώδης ατάκα ενός παλιόφιλου που δήλωνε ευθαρσώς οτι του αρέσουν δυο τύποι γυναικών: «Οι Ελληνίδες και οι αλλοδαπές»...
Έχουμε ξαναπεί οτι η αριστεράντζα, έστω και για λόγους αυτοπροβολής ή ένεκα που ο παπάκης του έχει κασέρι τρελό ή ό,τι, κάνει όσο να’ ναι λιγότερη ζημιά απ’ ότι ο χουντάλας.
Καθένας έχει τον καημό του. Τί να κάνουμε;
Καθένας όμως έχει και δικαίωμα υπεράσπισης. Δεν είναι περισσότερο κατάπτυστοι οι συνήγοροι των αριστερών.
Τις βαρύγδουπες δίκες (π.χ. ειδεχθή, βιασμοί, δολοφονίες, τρομοκρατία, σατανιστές κλπ), σαφώς και τις αναλαμβάνουν μεγαλο-δικηγόροι, προκειμένου να επαυξήσουν τον (ήδη ανθηρό) τζίρο τους, ακόμα και αμισθί, αφού φυσικά θα βγάλουν απ’ αλλού (λέγεμε δημοσιότητα).
Η ειδίκευση των Δικηγόρων, είναι φρούτο της εποχής μας. Όμως τα μεγάλα γραφεία ειδικεύονται στα πάντα, διότι διαθέτουν πολλά τμήματα με πολλούς Δικηγόρους και δικηγορίσκους (αστικό, ποινικό, διοικητικό και παραφυάδες). Ο σε μεγαλόσχημο γραφείο-ταπεινά αμειβόμενος (κοίτα αντίφαση!) δικηγορίσκος-ντελιβεράς δικογράφων, δέον να αποκαλείται πιτσηγόρος...
Παρενθετικά, το «ηθικό δίλημμα» περί υπερασπίσεως ή μη ειδεχθών εγκλημάτων (και ιδίως του βιασμού), τιθέμενο απο τους κατ’ εξοχήν μη νομικούς (αλλ' ούτε και επιστήμονες οιασδήποτε κατευθύνσεως), δεν στέκει και είναι και λαϊκουρίστικος reductionism και είναι και πολυφορεμένο. Μια για πάντα θα πρέπει να δοθεί απάντηση στην κλασσική (πια) απαξιωτική ερώτηση ταβερνο-συνδαιτυμόνων «δηλαδή άμα ένας είναι βιαστής, εσύ θα τον υπερασπίσεις;»
Πρώτα απ’ όλα, κάποιος κατηγορείται για βιασμό, δεν είναι βιαστής μέχρις αμετακλήτου αποφάσεως. Το τί παίχτηκε μέχρι τότε, δεν μπορεί να το ξέρει κανείς παρά μόνο το θύμα και ο θύτης (ούτε ο συνήγορός του θα το μάθει ποτέ – σιγά μην του τα πεί όλα). Έπειτα, οι συνθήκες υπο τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα ποικίλουν (π.χ. νόμιζε οτι υπήρχε συναίνεση, τον προκάλεσε το θύμα και μετά άλλαξε γνώμη, ήταν πιωμένος, το θύμα τον ενέπλεξε σε πλεκτάνη για να πάρει γκαφρά απο ασφαλιστική στην Ινγκλατέρρα κλπ-κλπ). Γιατί δηλαδή να φάει υποχρεωτικά το maximum της ποινής; Αν πάλι δεν αποδειχθεί ποτέ τίποτα, πρέπει σώνει και καλά να σαπίσει στη μπουζού ο άλλος, επειδή προκαλείται το δημόσιον αίσθημα (κααααλά!) απο μόνη την βαρειά κατηγορία για την ειδεχθή (όντως) πράξη; Αν ο κατηγορούμενος τιμωρηθεί αλλά δεν είναι καλά στην υγεία του, γιατί θα πρέπει να εκτίσει ολόκληρη την ποινή του στο γκιζντάνι, όπου δεν υπάρχει ανάλογη περίθαλψη; (Είναι πολλά τα θέματα και είναι μαλακία η ερώτηση)...
Απαντώνται και τα εξής:
Με παίρνει το παράπονο = στεναχωριέμαι
Με παίρνουν τα ζουμιά / οι μύξες = δάκρυα
Με παίρνουν τα πετιμέζια = αίματα
με παίρνουν τα σορόπια = αισθήματα
με παίρνουν τα σκάγια = (ξώφαλτση επαφή με κλανίδι, φάσκελο, φλόκι, σάλτσα, μπινελίκωμα κλπ).
Σημείωση: Το ρήμα παίρνω ιδιωματικά, σημαίνει και ξεκινώ (π.χ. «πήρε να βραδιάζει»).
Πρόλοβο, προστόμαχο και κυρίως στόμαχο, έχουν τα πτηνά και συγκεκριμένα:
στοματοφάρυγγα
● οισοφάγο (Oesophagus),πρόλοβο(Crop)
● στόμαχο (Stomach )
○ αδενώδη στόμαχο (Proventiculus)
○ μυώδη στόμαχο (Gizzard)
● εντερικό σωλήνα (intestine)
○ λεπτό έντερο (Small intestine)
○ παχύ εντερο (Large intestine)
● αμάρα (κοινή έξοδος πεπτικού,ουροποιητικού, αναπαραγωγικού συστηματος)(Cloaca)
● αδένες
○ σιαλογόνοι αδένες (Salivary Glands)
○ ήπαρ (Liver)
○ πάγκρεας (Pancreas)
Ειδικά τα άγρια πτηνά λόγω δυσχερούς εξεύρεσης τροφής κατά τους χειμερινούς μήνες όταν τα θηράματα την πέφτουν για χειμερία νάρκη, παρουσιάζουν συχνά συμπτώματα αδενίτιδας, που εκδηλώνονται στην προλοβική χώρα, με τοπικό οίδημα και φλόγωση του τριχωτού, που μοιάζει σαν μπαλάκι.
Έτσι συνεκδοχικώς: Αγριοπούλι>γριπούλι>γρουμπούλι>σγρουμπούλι = στρογγυλό εξόγκωμα.
(φυσικά παπαρολογώ)
:-Ρ
[...] θα δίσταζα να ανακοινώσω τελεσιδίκως το θάνατο του λαϊκού τραγουδιού [...]
ΟΚ. Ετοιμάζουμε αναίρεση (!)
:-)
Α.
Κττμγ υπάρχουν δυο τάσεις, που σαρακοφάγανε τη λαϊκή μουζική: Μια ενδολαϊκή (δηλ. απο λαϊκούς τραγουδιάρηδες-στιχουργούς-συνθέτες που ξεφτίλισαν την ίδια τους την παράδοση χάριν ευκολίας, αρχής γενομένης απ’ τον Στελάρα που ενώ είχε απο τις ωραιότερες φωνές και ξεκίνησε με ρεμπέτικα, στην συνέχεια τα απαρνήθηκε προτιμώντας να κλαουνίσει για Μαντουμπάλες-Ζιγκουάλες) και μιαν εξωλαϊκή (απο κάτι ντιντήδες που αποφάσισαν «ν’ αφουγκρασθούν τον λαϊκό καημό», «να εξυψώσουν το πρωτόλειο» και κάτι άλλα τέτοια αποικιακά).
Σήμερα, το λαϊκό τραγούδι έχει πεθάνει και η δημοτική μουσική έχει κατασυκοφαντηθεί (στην καλύτερη θεωρείται φολκλόρ – στην χειρότερη χωριατιά) κι όπου/όπως παίζεται δικαιολογεί τις συκοφαντίες αυτές, ενώ αντίστροφα το ανούσιο σκυλάδικο μεσουρανεί και οι ασυναρτησίες του «εντέχνου» (βλ. παρακάτω) μακάρι να δακρύβρεχαν μόνο την ακμή των πρωτοετών φοιτητριών απο την επαρχία...
Όπως παρατηρεί κι ο μπέτα, η λαϊκή μουσική (και οι εντόπιες παραδόσεις) άρχισε να ξεφτίζει τελεσίδικα μετά τον ΒΒ ΙΙ και ιδίως μετά την οριστική ήττα των νεοελλήνων ν’ αποφασίσουν για την μεταπολεμική διακυβέρνησή τους.
Οι Αμερικανοί μπορεί να μας ξεκώλιασαν πολιτισμικά λόγω οικονομικής και τεχνολογικής υπεροπλίας, αλλά δεν φταίει ο αμερικανικός λαός γι’ αυτό. Έτσι γίνονται τα πράματα.
Μια αμερικάνικη κούρσα σε μια σκονισμένη αθηναϊκή γειτονιά του ’50, δημιουργούσε πρωτόγνωρες αντιθέσεις.
Είναι χαρακτηριστική η φωτογραφία του μαύρου αμερικάνου ναύτη του 6ου στόλου, που ποζάρει σε σοβαρή εφημερίδα της εποχής, να χορεύει με κάποιαν φέρελπι ατθίδα (που η μάνα της δεν την άφηνε να βγεί ούτε στο περίπτερο μόνη της, ενώ αν χορεύει ροκεντρολλ με αμερικάνο δεμπειράζει).
Τα πρώτα γιαουρτώματα έγιναν εις βάρος αμερικανών και αμερικανόθρεφτων μπουλούκων, απο αγυιόπαιδες που είχαν μετά βίας επιζήσει απο την ασιτία της Κατοχής.
Ταξική πάλη το λένε και είναι απλό. Την συνέχεια, όλοι την ξέρουμε...
Παρ’ όλα αυτά, η νέα γενιά του ’50, ήθελε για μια φορά να ξεφύγει απο την μιζέρια και την κακοδαιμονία των προηγουμένων δεκαετιών. Εξ άλλου η Κατοχή ξήλωσε κάθε έννοια κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δομών της Ελλάδας.
Άντε να μαντρώσεις τη νεολαία, που τριγύριζε στα σοκάκια ό,τι ώρα να’ ναι επί μια δεκαετία (μαζί με τον Εμφύλιο) και ζούσε μαζί με τον θάνατο μέρα-νύχτα.
Άντε να πείς να σέβονται τους γονείς τους που είχαν κλάσει αντίδωρα στα μπλόκα ή να δώσουν «το καλό χεράκι» τους στον κ. Πάκη, που τα’ χε κάνει πλακάκια με τους Γερμαναράδες.
Το να κλαίς τη μοίρα σου γίνεται μπανάλ, όπως και το ρεμπέτικο, που επετράπη όσο επετράπη η μετάδοσή του απο το ραδιόφωνο, προκειμένου να δίνει κουράγιο στα φανταράκια, που στέλναν πάνω στο Γράμμο να φάνε τους κουμουνιστάς. Ο Εμφύλιος όμως τελείωσε. Όσοι εκτελέστηκαν-εκτελέστηκαν, όσοι πήγαν φυλακή-πήγαν (ιδίως με τα μέτρα επί Πλαστήρα). Ζήτω η νέα ζωή! Ανοικοδόμηση, πάρτυ-ρεφενέ με κιοφτέδες και σινεμά λοιπόν και «αι πολιτικαί συζητήσεις απαγορεύονται» (εκ της διευθύνσεως των νυχτερινών καταστημάτων, που όλο και κυριλεύουν κι η πελατεία τους γίνεται όλο και πιο ετερόκλιτη, λόγω μαζικής ελεύσεως νέων κοινωνικών ομάδων στα πράγματα π.χ. μαυραγορίτες, επαρχιώτες, εργολάβοι, θείες απο το Τσικάγο κλπ).
Η Αθήνα, απο ερειπωμένη τριτοκοσμική κωμόπολη (αυτό που αναπολούν οι γκαγκαρέοι!), γίνεται σιγά-σιγά μοντέρνα πόλη και καθιερώνεται για πρώτη ίσως φορά ως Πρωτεύουσα (land of the free) και Μητρόπολη (home of the brave) των Ελλήνων. Άντε τώρα να βρεθεί ένα κοινό μουσικό είδος, που να συνενώνει όλο αυτό το πλήθος με τις διαφορετικές καταβολές κι ένα κάρρο αιτήματα. Στα λαϊκά πάλκα μπαίνει πού-και-πού και κανα κλαρίνο. Η Ομόνοια απέβη melting pot.
Πώς θα γίνει τώρα, να διασκεδάσεις, να γίνεις και «μοντέρνος», να αφομοιωθείς και με τους άλλους, αλλά να μην θίξεις και τα κακώς κείμενα; Να κλαίς χωρίς να παραπονιέσαι και να γελάς χωρίς να ευφραίνεσαι;
Απάντηση: Η πολυδοκιμασμένη συνταγή της μονομερούς (εις βάρος του παθόντος) λήθης και της ανακατωσούρας (τουρλουμπούκι-όλοι μαζί-όλα μέσα παιδιά), ας παν στην ευχή τα παλιά, εθνική συμφιλίωση, άντε-ρίξτε και κανα πατριωτικό, δόξα Σοι ο Θεός να λέμε και τα τοιαύτα (βλ. το επί τούτου στημένο ανάλατο γλυπτό σύμπλεγμα της Πλατείας Κλαυθμώνος και θυμ. τα γήπεδα με τους ροκ στάρ της μεταπολίτευσης).
Λίγοι κατόρθωσαν να ισορροπήσουν στην χαλεπή εκείνην εποχή (π.χ. ο δεξιοτέχνης Χιώτης που ηλέκτρισε το μπουζούκι). Ο Τσιτσάνης κατάφερε να προσαρμοστεί με τις μελωδικές του συνθέσεις, γι’ αυτό και επέζησε. Ο Βαμβακάρης όχι (δεν θέλησε; Δεν μπορούσε;)
Όσο για τον Ζαμπέτα, καλύτερα να φούμαρε παρά να μίλαγε...
Όμως, η απαρχή της εγκεφαλομαλάκυνσης του λαϊκού τραγουδιού, σηματοδοτείται με την μεταστροφή του Στελάρα. Πιασάρικα τραγούδια, με στίχους που βαρούσαν το σαμάρι γιατί δεν τολμούσαν να δείρουν το γαϊδούρι: Κλάψα χωρίς προσδιοριζόμενη αιτία της συμφοράς (καταριέμαι τα πλούτη-όχι τους πλουσίους) ή ανούσιο γλεντοκόπι ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (έξω ντέρτια και καημοί), αφού απο την δεκαετία του ’50 και πέρα, τα αναπάντητα ερωτήματα και οι αγωνίες των νεοελλήνων, αντιμετωπίζονταν με καχυποψία απο το τρίπτυχο της ανερυθρίαστης αυθεντίας (παπάς-χωροφύλακας-δάσκαλος).
Ο Στέλιος στο τραγούδι (κι ύστερα ο Βέγγος στο σινεμά), αποτύπωνε ακατάλυτα νεοπαλαμικά πρότυπα στρέβλωσης της πραγματικότητας και εξεζητημένης ταπεινοφροσύνης λόγω αυτολογοκρισίας τύπου κλασμεντέν, που μας κατατρύχουν μέχρι σήμερα. Μια φορά ο Τρούμαν, την δουλειά του την έκανε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μπλαζέ κλαψομουνίασης:
Όσες γυναίκες έχω γνωρίσει (δηλαδή δεν είναι μια και δυο-btw η γνωριμία μέχρι πού έφτασε;)
Έφυγαν δίχως αφορμή (χμμμ, λές να φταίνε αυτές; μήπως πρέπει να το κοιτάξεις;)
Κι όμως δεν έχω καμιά μισήσει (δηλαδή βγαίνεις κι απο πάνω-χαρίζει η ομάδα ρεεε)
Στο ριζικό μου έχει γραφτεί (νατο και το ριζικόοοο)
Κι αν είν’ η μοίρα μου σακατεμένη (αυτή θα’ ναι μάλλον τελικά)
Κλπ-κλπ...
Σημειωτέον, οι ρεμπέτες μπορεί να μην απέδιδαν τις απώτερες αιτίες των δεινών, αλλά τουλάχιστον δεν κώλωναν να κατονομάζουν τους άμεσους εχθρούς τους (ο χαφιές, ο Δικητής, ο Σαγκελέας κλπ) και να παραδέχονται τον τρόπο ζωής τους (χασίς, φυλακή, μαστροπεία κλπ). Χώρια που σε πολλά τραγούδια, γίνεται σαφής μνεία σε βίαιη αντίσταση κατά των οργάνων της τάξης, όταν τους τα παρασκότιζαν.
Η δε δημοτική παράδοση, έχει πολλά να πεί για αιμομιξίες, φονικά, κτηνοβασίες κλπ ενώ σήμερον η κα Πυργάκη αρκείται σε εξιστορήσεις απομνημονευμάτων αμνοεριφίων.
Η κιτσαρία συνεχίζει με την κλοπή της μουσικής επένδυσης του Μπόλλιγουντ για χαβαλεδιάρικες βεγγέρες, προχωρά στα 60’ς με παπαρδέλλες των Π. Αναγνωστάκη - Μαίρης Μαράντη, Βούλα Πάλα (γύρνα παιδί μου πίσω-τα μάτια μου πριν κλείσω κλπ), Μπάμπης Μαρκάκης (το σπαθί του Χατζη-Μπαμπά κλπ), του διδύμου Φώτη Μουγγάνου – Ά. Ζήλεια (κάντε γρήγορα κουμπάροι κλπ) ή Α. Βάσιου – Κανάκη κλπ και καταλήγει στα σκυλάδικα των 70’ς (ηλεκτρισμένα δημοτικο-λαϊκά), οπότε οι χωριάτες αναπαρήγαγαν τον σταρχιδίστικο πολιτισμό που επέβαλαν οι ομογαλάκτοί τους δικτάτορες και μέχρι σήμερα.
Εν τέλει, η μεταπολεμική (και ιδίως η μεταχουντική) Ελλάδα, μετέβαλε τους νεοέλληνες (με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο), σε κλωσσόπουλα.
Το επιχείρημα της βιομηχανίας σαχλαμπούχλας (και τότε και τώρα): Αυτά θέλει ο κόσμος...
Β.
Τώρα πάλι θυμήθηκα εκειά τα κωλοπιάσματα, που απο τα 60'ς και ένθεν, εβαλθήκανε να κολλάνε την ταμπέλα «έντεχνο» στη νερόβραστη μουσική. Άκου «έντεχνο»!
Είναι σιχαμερά πονηρός κι αφ’ υψηλού όρος, διότι με μιας ακυρώνει (μπανάλ & πουστλέ νεολογίστικο παρ’ όλα αυτά ρήμα), οτιδήποτε χαλάει τη μόστρα ή δεν καταλαβαίνει ο μεσάζων της τέχνης (σπάνια σκαμπάζει απο μουσική κι αλίμονο κι αν έχει πιάσει ποτέ στα κουλάδια του ένα όργανο) κι απο την άλλη προσδίδει στον τελευταίο την ιδιότητα του κριτή αλλά και πάτρονα τόσο του ακροατή όσο και του δημιουργού.
Επίσης, θα πρέπει αυτά τα καθάρματα που τον επινόησαν και τα ζωντόβολα που εξακολουθούν να τον χρησιμοποιούν, να ορίσουν κάποτε και το αντίθετό του: Τί είναι δηλαδή ο Μπάτης; Άτεχνος;
Και ποιός είσαι σύ που θα το πείς αυτό; Η΄μάλλον ποιός απ’ όλους είσαι:
Ο ξέρω την τέχνη; Ο διδάσκω τους αδαείς λαϊκούς ή Ο μαζευτήτε κοντά μου να σας πώ το τραγουδάκι;
Είναι τα ίδια αρχίδια, που ζνομπάρανε τον Βαμβακάρη εν ζωή κι αυτός αναγκαζότανε να βγάζει πιατάκι στα μαγαζιά. Είναι τα ίδια μαλακιστήρια που τραγουδούσαν λογοκριμένα τα ρεμπέτικα στα 80’ς μη και δεν πάρουνε επιχορήγηση («ούζο όταν πιείς» κτλ) με εσσάνς εργάτες-αγρότες-φοιτητές, πριν οι πρώτοι αλλοτριωθούν, οι μεσαίοι τα κονομήσουν κι οι τελευταίοι φλωρέψουν. Είναι τα κωλοπαίδια που τραγουδούν με ύφος τα ρεμπέτικα στα ρεμπετάδικα-ουζάδικα-ρακάδικα (και λοιπά κρίμα κι άδικα) και στο τσακίρ-κέφι, κοπανάνε και τίποτις Υπόγεια Ρεύματα, που ρευματισμός να τους κόψει και στο υπόγειο του Ντασταέφσκι να σκυλοψοφήσουνε.
Δεν είναι σύμπτωση, οτι εδώ και τόσα χρόνια οι μελάτοι νεοέλληνες κιτσογράφοι, αναλώνονται σε εικονογραφήσεις επιστημονικής φαντασίας (Η Ελλάδα στερείται και το ένα και το άλλο – πού τα είδαν αυτά;), παραγνωρίζοντας το χρυσωρυχείο της λαϊκής παράδοσης και χρειάστηκε να’ ρθει για μια ακόμα φορά, ένας Γάλλος («Rebetiko, La Mauvaise Herbe») το 2009 (!) για να μας ανοίξει τα μάθια και να κάνει μια τίμια δουλειά πάνω στην μεγάλη ηθογραφία του Ρεμπέτικου, που μεταφράστηκε προσφάτως και στα Ελληνέζικα.
Ας είναι καλά ο Πετρόπουλος, ο Χατζιδάκις κι η αλλοδαπή Γκέηλ Χόλστ («Ο Δρόμος για το Ρεμπέτικο» 1977), που σώθηκε (ό,τι και όπως) σώθηκε.
Σιχτίρι σαρίδια...
Α.
-Γιατί οι Πόντιοι δεν πάνε στον Πύργο της Πίζας;
-Γιατί έχει κλείσει.
Β.
Γιατί οι αλλεργικοί δεν πάνε στον Πύργο της Πίζας;
-Γιατί έχει γείρει.
(χε!)
Τα' μαθες μ' αυτήν την σειρά;
«Όρμα Τζάκ»!
Πού το θυμήθηκες πάλι ρε μπέτα αυτό;!
Το είχα ακούσει και στην πληρέστερη εκδοχή μικρός «Όρμα Τζάκ, φάε πατάτες»!
:-)
Τον κατάλαβες απ' τη φωνή;
:-Ρ
Γαμώτα (5Χ2)!
[I][...] My Bonnie Lassie's comin over the sea
My heart with her she's bringin'
I hear the blue bells ringin'
Soon we'll be highland flingin'
My love and me [...][/I]
:-P
For she's a jolly good lassie, she's a jolly good lassie, she's a jolly good lassie... ... ... ... ... and nobody can deny!!!
Hip-hip-hurray!
Hip-hip-hurray!
Hip-hip-hurray!
Εξ ου και η κτηνοβατική παράφραση γνωστού άζματος, με πρωταγωνίστρια μια παρενδυματία αίγα:
[...] [I]Αμάν-αμάν το εριφάκι
με το μουσμουλί γοβάκι[/I] [...]
(Καλά-καλά, σταματάω)...
Αφιερωμένο ποιματάκι στο αποπάνω ανηψούδι:
Τίτλος:
«Το γκόλντεν μπόι»
[I]Απαράτησα τη χλόη
Κι έπιασα δουλειά στη Lloy
Είμαι γιάπης απο σόι
Με φωνάζουν γκόλντεν μπόι
Μες στης κρίσης το κατώι
Κέρδισα χρυσό ρολόι
Κι εργατιάς το μοιρολόι
Γράφω το στον πόιτσο μόι
[/I]
Απο την ποιητική κολεξιόν «Όταν Chopin-ουν οι τζίτζικες»
(bootleg)
Σωστός ο Μπιλ-7!
Βλ. και εδώ για την οργάνωση του Οθωμανικού στρατού ένα υπερτεράστιο, έξυπνο, ψηλό, ξανθό και γαλανομάτικο σχόλιο (είναι δικό μου)...
:-Ρ
Σόρρυ, έχει δίκιο. Κάμα πρέπει να λέει βέβαια, αλλά βρήκα τους στίχους έτοιμους και ξέχασα να το διορθώσω...
:-(
ambi-wankstrous
Η έκφραση λέγεται απο πολύ παλιότερα και απαντάται στα μουρμούρικα ρεμπέτικα τραγούδια π.χ.
[...] [I]Τράβα ρε μάγκα το σπαθί
τραβώ κι εγώ την (κάνα;;)
να δούμε τίνος απ΄τους δυο φιγουρατζη
θα πρωτοκλάψει η μάνα[/I] [...]
και
[...] [I]Σε μένα δεν περνάν αυτά
και κρύψε το σπαθί σου
Γιατί μαστούρης θα γινώ φιγουρατζή
και θα ‘ρθω στο τσαρδί σου[/I] [...]
πάει, μουρλάθηκε αυτό...